Ιστορικά, η προπαγάνδα έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον των εχθρικών δυνάμεων στο πλαίσιο ενός ψυχολογικού πολέμου («Psywar»). Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί εκτενώς για να επηρεάσει την κοινή γνώμη σε ουδέτερες χώρες, ενώ η προπαγάνδα ήταν ζωτικής σημασίας σε οποιαδήποτε πολεμική προσπάθεια. Στο παρελθόν, η προπαγάνδα γινόταν μέσω εφημερίδων και ραδιοφώνου, αλλά πλέον ο ψυχολογικός πόλεμος έχει μεταφερθεί στο διαδίκτυο.

Μια νέα μελέτη που δημοσίευσε πρόσφατα η RAND Corporation, μια διεθνής δεξαμενή σκέψης που ασχολείται με την παγκόσμια πολιτική, εξέτασε τη χρήση του Twitter και των influencers στη μάχη της πληροφορίας, ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία.

Από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, οι Ρώσοι πολιτικοί έχουν προσπαθήσει να αποκαταστήσουν τη ρωσική επιρροή στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και από το 2014 και τον Πόλεμο στο Ντονμπάς, η Μόσχα έχει αυξήσει τις προσπάθειές της για να επηρεάσει τους Ουκρανούς.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι ουκρανοί που μιλούν τη ρωσική γλώσσα ή είναι ρωσικής καταγωγής είναι ελκυστικοί στόχοι για προπαγάνδα. Σήμερα το Twitter χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο για τη διάδοση ρωσικής προπαγάνδας.

(AP Photo)

Η έρευνα της RAND Corporation του 2018 που ανέλυσε αναρτήσεις στο Twitter οι οποίες προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη και είναι στη ρωσική γλώσσα, εντόπισε δύο μεγάλες και επιδραστικές κοινότητες: μια ομάδα ακτιβιστών υπέρ της Ουκρανίας που αντιτίθενται στη ρωσική επιρροή και υποστηρίζουν την ουκρανική δημοκρατία και μια άλλη ομάδα ακτιβιστών υπέρ της Ρωσίας που συχνάζουν σε ρωσικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αντιτίθενται στην ιδέα μιας ανεξάρτητης Ουκρανίας.

Μέσω μιας καμπάνιας που χρησιμοποίησε διαφημίσεις στο Twitter, οι ερευνητές μπόρεσαν να προσλάβουν με επιτυχία 146 ακτιβιστές υπέρ της Ουκρανίας, 66 ακτιβιστές υπέρ της Ρωσίας και 1.103 συμμετέχοντες από τον γενικό πληθυσμό. Ο στόχος αυτής της έρευνας ήταν να προσδιορίσει το βαθμό στον οποίο οι ακτιβιστές που ήταν υπέρ της Ουκρανίας χρησιμοποιούσαν το Twitter και άλλες κοινωνικές πλατφόρμες για να αντιμετωπίσουν τη ρωσική επιρροή στην περιοχή.

Ο ρόλος των Influencers

Η χρήση των influencers θα μπορούσε να αυξηθεί στο πλαίσιο οποιασδήποτε προσπάθειας ψυχολογικού πολέμου, όμως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα μπορούσαν να αλλάξουν τον τρόπο διεξαγωγής αυτών των προσπαθειών.

«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι το κατάλληλο μέρος εάν θέλουμε να προωθήσουμε βασικούς στόχους πολιτικής ή εθνικής ασφάλειας», δηλώνει στο Forbes, ο Todd C. Helmus, συμπεριφοριστικός επιστήμονας στην RAND Corporation.

«Οι στρατηγικές καμπάνιες επικοινωνίας των ΗΠΑ επηρεάζονται όλο και περισσότερο από τις πρακτικές των influencers», εξηγεί ο Helmus. «Πρόκειται για το λεγόμενο TechCamp, όπου οι χρήστες εκπαιδεύονται να επικοινωνούν πιο αποτελεσματικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».

Παρόμοιες πρακτικές για την αντιμετώπιση του ψυχολογικού πολέμου της Μόσχας, έχουν υιοθετηθεί και από άλλες χώρες.

«Στη Λετονία για παράδειγμα, η Πρεσβεία των ΗΠΑ διοργάνωσε ένα εκπαιδευτικό techcamp για να εκπαιδεύσει επιλεγμένους δημοσιογράφους που κατοικούν σε περιοχές οι οποίες υποφέρουν από την προπαγάνδα της Ρωσίας», προσθέτει ο Helmus.

«Επίσης, σε αυτήν την περιοχή, βρίσκονται σε εξέλιξη προσπάθειες για τον εντοπισμό και την ενδυνάμωση των influencers που μιλούν μεν ρωσικά, αλλά έχουν μια πανευρωπαϊκή αντίληψη. Τέτοιες προσπάθειες είναι ιδιαίτερα κοινές για την καταπολέμηση των εξτρεμιστικών εκστρατειών. Πρόσφατα αξιολογήσαμε μια καμπάνια χρηματοδοτούμενη από τις ΗΠΑ στις Φιλιππίνες, όπου εκπαίδευσαν τους πολίτες στην καταπολέμηση του διαδικτυακού εξτρεμισμού».

Ο ρόλος των influencers στη διάδοση πληροφοριών και την παραπληροφόρηση

Η έννοια της επιρροής ως πολιτικό εργαλείο δεν είναι καινούργια, αλλά η δύναμή της θα αυξηθεί καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται στο Διαδίκτυο για την ενημέρωσή τους.

«Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων λαμβάνουν τις πληροφορίες τους και συνδέονται με τους φίλους τους μέσω του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Επομένως, οι προσπάθειες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους για την καταπολέμηση του εξτρεμισμού και της ξένης παραπληροφόρησης θα πρέπει να επικεντρωθούν σε αυτές τις πλατφόρμες», τονίζει ο Helmus.

Η εμπιστοσύνη είναι ένας βασικός παράγοντας σε όλο αυτό καθώς ισχυροποιεί την επιρροή.

«Ένα tweet της αμερικανικής κυβέρνησης δεν πρόκειται να έχει το ίδιο βάρος με τα μηνύματα ενός μέλους της οικογενείας ή ενός φίλου. Ακόμη και οι μάρκες γνωρίζουν ότι μια πρόταση ενός φίλου έχει μεγαλύτερο βάρος από μια διαφήμιση», σημειώνει ο Helmus. «Έτσι, οι στρατηγικές των influencers ή των brand Ambassadors είναι κρίσιμες καθώς συμβάλλουν στην ενδυνάμωση τοπικών φωνών σε βασικά θέματα. Ωστόσο για να γίνει αυτό σωστά, θα πρέπει να γίνει με έναν αυθεντικό και αξιόπιστο τρόπο».

Σε μια εκστρατεία ψυχολογικού πολέμου θα πρέπει να εκπαιδευτούν τοπικοί influencers.

«Οι influencers θα πρέπει να θέλουν να μιλήσουν για αυτά τα ζητήματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να ασκήσουν κριτική στην κυβέρνηση και τις πολιτικές της. Και δεν θα πρέπει να πληρώνονται για τις αναρτήσεις συγκεκριμένου περιεχομένου, εκτός αν φυσικά είναι διαφανείς σχετικά με αυτήν την πληρωμή», πρόσθεσε Χέλμους. «Ο μοναδικός ρόλος της κυβέρνησης είναι να οικοδομήσει σχέσεις με τους influencers και να παρέχει την επιθυμητή εκπαίδευση και υποστήριξη».

ΠΗΓΗ: Forbes

 

 

//platform.twitter.com/widgets.js

Περισσότερα Εδω