«Στο Βραχιόλι της Φωτιάς αφηγούμαι την ιστορία της οικογένειας του πατέρα μου. Μιας πολυμελούς οικογένειας Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Μιας οικογένειας σαν όλες τις άλλες. Που ζει χαρές, λύπες, ενθουσιασμούς και δράματα μέσα στην πορεία της στον χρόνο.

Τους παρακολουθώ κι ακολουθώ τα βήματά τους από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, όπου καταστρέφονται κυρίως οι εβραϊκές συνοικίες της Θεσσαλονίκης και η οικογένεια βρίσκει καταφύγιο σε έναν καταυλισμό Τσιγγάνων.

Συνεχίζω να τους ακολουθώ στην άνοδο του ναζισμού και στον εμπρησμό της φτωχικής εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ από τη φασιστική οργάνωση ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάς), στον αλβανικό πόλεμο στον οποίο χάνεται πολεμώντας ο ένας γιος της οικογένειας και τέλος στη γερμανική κατοχή και στο Ολοκαύτωμα.

Η μοίρα τους, λόγω της θρησκείας τους, είναι τραγική καθώς οδηγούνται στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς. Όσους επέζησαν τους ξαναβρίσκω στην αφήγησή μου στο ‘60.

Ο πατέρας μου βίωσε τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσηςκαι ήταν οδυνηρό για ΄μενα όταν έγραφα αυτό το κομμάτι του βιβλίου. Φανταστείτε τον μέσα στον παγερό πολωνικό χειμώνα, ξυπόλυτο, με ξύλινα τσόκαρα και μια βαμβακερή πιτζάμα.

Φανταστείτε τον πειραματόζωο στον χειρουργικό θάλαμο, στα χέρια του Μένγκελε να υποβάλλεται σε εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας χωρίς νάρκωση για να διαπιστώσουν οι επιστήμονες γιατροί τις αντοχές των ανθρώπων.

Πολύ άγριες καταστάσεις. Βέβαια, το βιβλίο δεν είναι καθόλου ένα βιβλίο φρίκης. Είναι ένα βιβλίο αισιοδοξίας γιατί αυτό ήταν ακόμα και στα πιο δύσκολα ο πατέρας μου. Ήταν ένας αισιόδοξος και χαρούμενος άνθρωπος που ποτέ δεν μας ενστάλαξε το μίσος.

Πάντα όμως έλεγε «αυτή είναι η νίκη μας. Είμαι νικητής γιατί επέζησα». Μας όρκισε να συνεχίσουμε τη μνήμη του Ολοκαυτώματος.

Η οικογένεια Κοέν, Το Βραχιόλι της φωτιάς (ΕΡΤ) / ΕΡΤ

Το βραχιόλι της φωτιάς ήταν ένα κειμήλιο που φορούσαν οι Θεσσαλονικιές Εβραιοπούλες όταν ενηλικιώνονταν.Ένα κειμήλιο που άλλαξε χέρια και άντεξε σε όλες τις φωτιές, πραγματικές και μεταφορικές.

Όταν ξεκίνησα να γράφω την ιστορία της οικογένειας του πατέρα μου, ένα ‘’γιατί εμάς τους Εβραίους’’ με έτρωγε. Εκείνο τον καιρό είχε πέσει στα χέρια μου ένα πολύ ωραίο λεύκωμα τριών μεταπτυχιακών φοιτητριών που λεγόταν ‘’Οι τσιγγάνες’’. Διάβασα τη φιλοσοφία της ζωής τους, τα ήθη, τα έθιμά τους και λείανε μέσα μου η αίσθηση του αγνώστου.

Τότε, κατάλαβα τι ακριβώς ήθελα να γράψω. Κατάλαβα ότι έπρεπε να γνωρίσεις μια μειονότητα για να μην τη ‘’φοβάσαι’’. Ήθελα να γράψω για μια οικογένεια Εβραίων που είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, σαν όλους τους άλλους.

Ο πατέρας μου, λίγο πριν πεθάνει, με φώναξε στη Θεσσαλονίκη και μου είπε ‘’τώρα που γράφεις, έλα να στα πω όλα να τα γράψεις. Να σου πω την ιστορία μας για να μην ξεχαστεί. Γιατί εδώ ζω και αμφισβητούν κάποιοι το Ολοκαύτωμα, φαντάσου να πεθάνω’’.

Ο πατέρας μου ήταν τότε 68 ετών αλλά η υγεία του ήταν κλονισμένη λόγω των όσων είχε περάσει. Είχε ένα πολύ σοβαρό άσθμα. Ξεκίνησε να μας λέει λίγα πράγματα από όταν ήμασταν μικρά παιδάκια και βλέπαμε τον αριθμό στο χέρι του.

116257. Τον ρωτούσαμε τι είναι αυτά τα νούμερα στο χέρι του και έλεγε ‘’τίποτα, τίποτα, οι Γερμανοί’’. Σιγά σιγά άρχισε να μας μιλάει. Η εξιστόρηση αυτή κάθε φορά έληγε με λυγμούς. ‘’Σταμάτα μπαμπά’’, τον παρακαλούσαμε.

Ξέρετε, οι όμηροι για πολλά χρόνια δεν μιλούσαν για όσα πέρασαν. Πολύ αργά άρχισαν να αφηγούνται, όπως και ο δικός μου πατέρας. Του έδωσα την υπόσχεσή μου και την κράτησα. Την υπόσχεση ότι μέσα από τη γραφή -και με όποιο μέσο έχω- θα μεταδώσω αυτές τις αλήθειες και θα διατηρήσω τη μνήμη των αθώων θυμάτων ζωντανή. Το μόνο τους αμάρτημα ήταν ότι ήταν Εβραίοι.

Στη Θεσσαλονίκη έγινε η αβάντ πρεμιέρ του πρώτου επεισοδίου σε μια κατάμεστη αίθουσα. Νιώθω πάρα πολύ ευγνώμων. Ήταν εκεί η μητέρα μου και ο μικρός μου ανιψιός που έχει το όνομα του πατέρα μου και ήμασταν όλοι μαζί και συγκινημένοι.

Παναγιώτης Ξυνός (Ιωσήφ σε παιδική ηλικία), Δημήτρης Αριανούτσος (Ιωσήφ σε νεαρή ηλικία) / ΕΡΤ

Είπα ‘’η επιβίωσή μας είναι η νίκη μας στον ναζισμό’’. Αυτό νιώθω. Η μητέρα μου το βράδυ εκείνης της ημέρας, μού είπε «σπαρταράει η ψυχή μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ’’.

Στη Λάρισα που ζω είμαι Γενική Γραμματέας της Ισραηλιτικής Κοινότητας και προσπαθώ μέσω της εκπαίδευσης να ενημερώσουμε τα παιδιά για το Ολοκαύτωμα. Στη Λάρισα υπάρχει και μνημείο της Άννα Φρανκ που συμβολίζει το 1,5 εκατομμύριο χαμένα Εβραιόπουλα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Είναι πολύ σημαντικό οι νέες γενιές να μάθουν τις αλήθειες, να μάθουν τους κινδύνους του ρατσισμού, του ναζισμού, του φασισμού. Πώς να μάθουν τα παιδιά όταν υπάρχει μονάχα μια παράγραφος για το Ολοκαύτωμα στα βιβλία ιστορίας της Γ’ Λυκείου; Όταν με καλούν να μιλήσω στα σχολεία, τα παιδιά με κοιτούν με ανοιχτό στόμα.

Αν μάθεις την ιστορία, δεν μπορείς να γίνεις ρατσιστής. Είμαι αισιόδοξη. Η κοινωνίας μας θα αλλάξει. Η Άννα Φρανκ είχε πει ‘’στο βάθος τους οι άνθρωποι είναι καλοί’’.

Η πιο δύσκολη στιγμή που έζησα κατά τη διάρκεια της συγγραφής ήταν όταν αναβίωνα τα στρατόπεδα. Ήταν τραγικό. Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να συνεχίσω, βασανιζόμουν. Είχα τη χαρά να έχω φίλο τον Φρέντυ Γερμανό και του είπα ότι δεν μπορώ να συνεχίσω κι ότι πνίγομαι. Με συμβούλευσε να αφήσω τα γραπτά μου στο συρτάρι. ‘’Θα σε οδηγήσουν τα πόδια σου από μόνα τους κάποια στιγμή και θα πας να συνεχίσεις’’, μου είπε κι έτσι κι έγινε.

Όταν όλο αυτό ωρίμασε μέσα μου και πέρασε και λίγος καιρός από τον χαμό του πατέρα μου, επέστρεψα στο γράψιμο. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να αναβιώσω τα βασανιστήρια των στρατοπέδων.

Το έκανα όμως και νομίζω εκπλήρωσα το χρέος στον μπαμπά μου, τήρησα την υπόσχεσή μου ότι αυτά δεν θα ξεχαστούν και δεν θα πάει χαμένη η θυσία τους.

Χρήστος Λούλης (Ιωσήφ, σε μεγάλη ηλικία) / ΕΡΤ

Ο πατέρας μου μετά το στρατόπεδο συγκέντρωσης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Όταν οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι έχαναν τον πόλεμο άνοιξαν τα στρατόπεδα, σκότωσαν όσους είχαν απομείνει και προσπάθησαν να καταστρέψουν τα στοιχεία. Κάποια στρατόπεδα τα απελευθέρωσαν οι Ρώσοι και κάποια άλλα οι Αμερικάνοι.

Μέσα στην ατυχία του στάθηκε τυχερός γιατί το στρατόπεδο στο οποίο βρισκόταν ο πατέρας μου απελευθερώθηκε από τους Ρώσους. Οι Ρώσοι, σε αντίθεση με τους Αμερικάνους, δεν είχαν πολλά τρόφιμα να δώσουν στους ομήρους κι έτσι δεν έφαγαν απότομα. Οι Αμερικάνοι μοίραζαν φαγητά και από την πολύμηνη ασιτία οι όμηροι με το που έτρωγαν, πέθαιναν.

Τον περιέθαλψε ο Ερυθρός Σταυρός τον πατέρα μου και στη συνέχεια γύρισε στον τόπο του. Ήταν 16 και επέστρεφε πια 18,5 ετών στη Θεσσαλονίκη. Γύρισαν και τα δύο αδέρφια του. Ο ένας αδερφός του προσποιήθηκε τον νεκρό για να γλιτώσει. Έπεσαν πάνω του δεκάδες πτώματα. Αυτή η σοκαριστική εμπειρία δεν τον άφηνε να μιλήσει για πολύ καιρό αφού είχε γυρίσει στη Θεσσαλονίκη.

Η τηλεόραση είναι πολύ δυνατό μέσο. Με τη σειρά των οκτώ επεισοδίων στην ΕΡΤ, είμαι βέβαιη ότι η ιστορία της οικογένειάς μου και κατ’ επέκταση οι ιστορίες όλων των Εβραίων θα αγγίξουν πολλές ψυχές. Ένα ταξίδι μνήμης στις αλήθειες που οφείλουμε να κάνουμε.

Είναι βαθιά συγκινητικό να βλέπω τους ηθοποιούς να ενσαρκώνουν την οικογένειά μου. Κι εκείνη η Ελισάβετ Μουτάφη, ως γιαγιά Μπενούτα, είναι εξαιρετική. Τη γιαγιά μου εγώ δεν τη γνώρισα αλλά από τις περιγραφές του μπαμπά μου, είναι ίδια η Ελισάβετ με τη γιαγιά μου.

Βεατρίκη Σαΐας ΜαγρίζουΕλισάβετ Μουτάφη (Μπενούτα Κοέν) / ΕΡΤ

Ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα, πολύγλωσση, έπαιζε πιάνο, ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της. Ήταν το στήριγμα της οικογένειας. Η Ελισάβετ μεταμορφώνεται μέσα στον ρόλο. Μπήκε μέσα στον ρόλο ακριβώς.

Για να μεταφερθεί ένα βιβλίο στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη πρέπει να γίνουν κάποιες αναγκαίες αλλαγές. Δεν πειράζει καθόλου που έγινε αλλαγή στα ονόματα. Εμένα με ενδιέφεραν τα μηνύματα του βιβλίου να περαστούν.

Κι αν η οικογένεια λέγεται Σαίας ή Κοέν ή Λεβί δεν έχει καμία σημασία. Ήταν τόσες οι οικογένειες που υπέφεραν που η αφήγηση είναι αφιερωμένη στη μνήμη όλων των οικογενειών. Δεν έχουν σημασία τα ονόματα. Μονάχα τα κοινά τους βιώματα έχουν αξία.

Ο αγώνας του πατέρα μου για επιβίωση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τον έκανε λάτρη της ζωής. Της κάθε μέρας. Της κάθε ώρας. Κι αυτό προσπάθησε να μεταδώσει και σε εμάς, τα παιδιά του. Να γελάμε. Αυτό ήθελε ο πατέρας μου.

Μεγαλώσαμε σε ένα σπίτι γεμάτο χαρά. Κι όταν μάθαμε μεγαλώνοντας ότι βίωσε τέτοια πράγματα, λέγαμε ‘’πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να έχουν τόση χαρά μέσα τους;’’ Αυτή ήταν η δική μου οικογένεια. Γιατί ξέρω ιστορίες κι άλλων οικογενειών τελείως διαφορετικές, με φοβίες και κατάθλιψη.

Πώς γίνεται να υπάρχουν αρνητές του Ολοκαυτώματος; Πώς μπορεί να συμβαίνει; Αυτούς ‘’φοβόταν’’ ο μπαμπάς μου, για αυτό ‘’φοβόταν’’ να πεθάνει για να μην ξεχαστούν τα όσα βίωσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Τον φέρνω συνέχεια στο μυαλό μου. Τον έχω συνέχεια στην καρδιά μου. Αυτός από εκεί επάνω τα κανονίζει όλα. Έτσι νιώθω. Είναι πάντα δίπλα μου και με βοηθάει σε αυτή την προσπάθεια που κάνω εδώ και χρόνια. Το ήθελε πάρα πολύ και το θέλω κι εγώ να μην ξεχαστεί.

Η λησμονιά είναι σαν να τους θανατώνουμε για δεύτερη φορά. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε τους 77.000 Έλληνες, εκ των οποίων οι 57.000 ήταν Θεσσαλονικείς, που μαρτύρησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. 6 εκατομμύρια Εβραίοι.

Δυστυχώς, αυτό το ‘’γιατί’’ που αναζητούσα δεν το απάντησα. Ούτε κι ο πατέρας μου».

Πηγή: ladylike.gr

Περισσότερα Εδω