Ο πλούτος του νομού Λάρισας είναι τα ίδια τα χωριά της. Τα ζωντανά αυτά μικρά κύτταρα που όλα μαζί συνθέτουν το υπέροχο σκηνικό της περιφέρειας μας.
Αλλά γνωστά και άλλα λιγότερο, άλλα μικρά και άλλα κεφαλοχώρια, όλα έχουν την δίκη τους ομορφιά.
Δείτε ποια είναι κατά αλφαβητική σειρά:
Αγιονέρι
Ο οικισμός Αγιονέρι (παλιά ονομασία Τσερνίλο), είναι χτισμένος σε υψόμετρο 240 μέτρων στην πλαγιά ενός μικρού γραφικού λοφίσκου, ο οποίος προσδίδει ιδιαίτερη φυσική ομορφιά στη συνολική εικόνα του χωριού. Δίπλα από το χωριό ρέει ήσυχα ο Ελασσονίτης ποταμός. Οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, την καλλιέργεια καπνών και σιτηρών και την κτηνοτροφία. Εντυπωσιακό αξιοθέατο αποτελεί το φράγμα Αγιονερίου (βρίσκεται υπό κατασκευή), το οποίο είναι ταυτόχρονα μια πρακτική και λειτουργική λύση για την άρδευση των καλλιεργειών της περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Αετοράχη
Ο οικισμός είναι χτισμένος στην πεδιάδα της Ελασσόνας σε υψόμετρο 340 μέτρων, στους πρόποδες μιας σειράς λόφων της νότιας πλευράς του Ολύμπου. Η κεντρική εκκλησία είναι αφιερωμένη στους Αγίους Αναργύρους και χτίστηκε το 1976. Στο χωριό υπάρχουν επίσης τα ξωκλήσια του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Νικολάου. Σε κοντινή απόσταση από την Αετορράχη βρίσκονται δύο σπήλαια, τα οποία αν και ανεκμετάλλευτα έχουν χαρακτηριστεί ως τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Η Αετορράχη δημιουργήθηκε το 1923 από Πόντιους πρόσφυγες (συνολικά 78 άτομα) που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Χτίστηκε πάνω στα ερείπια του, εγκαταλελειμμένου από τις αρχές του 19ου αιώνα, χωριού Βελεσνίκος, ονομασία που διατηρήθηκε μέχρι το 1961 όταν και ο οικισμός έλαβε τη σημερινή του ονομασία. Μετά την ερήμωσή του, ο αρχικός οικισμός μετατράπηκε σε τσιφλίκι οθωμανικής οικογένειας της Ελασσόνας, ενώ οι εκτάσεις του ενοικιάζονταν κατά καιρούς σε νομάδες κτηνοτρόφους. Λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η περιοχή παραχωρήθηκε από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων σε οικογένειες προσφύγων από τον Πόντο. Αργότερα, στο χωριό εγκαταστάθηκαν και μερικές βλαχόφωνες οικογένειες από την περιοχή των Χασίων. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Άζωρος
Ο οικισμός Άζωρος είναι χτισμένος σε υψόμετρο 520 μέτρων. Η αρχαία Άζωρος υπήρξε η πιο ακμαία πόλη της Περραιβικής Τριπολίτιδας. Την αξία της αρχαίας Αζώρου μαρτυρούν τα υπολείμματα των γιγαντιαίων τειχών της ακρόπολής της, οι πολλές επιτύμβιες και αναθηματικές στήλες καθώς και ο ναός του Απόλλωνα. Κατά τις ανασκαφικές εργασίες αναδείχτηκαν πλήθος νομισμάτων, κυρίως βυζαντινής εποχής, αγάλματα θεών, ιερά θυσιαστήρια ενώ πρόσφατα αποκαλύφθηκε νόμισμα που φέρει επιγραφή σχετική με το όνομα της Αζώρου. Σήμερα, οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Αιγάνη
Βουνό και θάλασσα, μια ανάσα δρόμος. Η Αιγάνη, όμορφη αποχαιρετά και καλωσορίζει τους επισκέπτες στα σύνορα της Θεσσαλίας με τη Μακεδονία. Η προνομιακή γεωγραφική θέση του χωριού εξασφαλίζει εύκολη πρόσβαση από τον εθνικό οδικό άξονα. Στην Αιγάνη προσελκύει το ενδιαφέρον των επισκεπτών, τόσο το πλούσιο φυσικό περιβάλλον όσο και σημαντικά θρησκευτικά μνημεία, όπως η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου από το 14ο αιώνα η οποία έχει χαρακτηριστεί ως το παλαιότερο ξωκλήσι της Θεσσαλίας, καθώς και η εκκλησία της γεννήσεως της Θεοτόκου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Άκρη
Ο οικισμός της Άκρης (παλιότερη ονομασία Μπισιρτσιά) βρίσκεται βορειοδυτικά της πόλης της Ελασσόνας και αναπτύσσεται σε υψόμετρο 950 μέτρων. Κύρια απασχόληση των κατοίκων είναι ο πρωτογενής τομέας (γεωργία και κτηνοτροφία). Αξιόλογος είναι ο ρόλος των κατοίκων του οικισμού τόσο κατά την Τουρκοκρατία όσο και στη νεότερη ιστορία, μέσω της αντίστασης κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Ο οικισμός περιβάλλεται από αξιόλογο φυσικό περιβάλλον με δάσος από βελανιδιές, πηγές, τα ρέματα «Τζαΐρια» και «Άγιος Γεώργιος», καθώς και το παλιό πέτρινο γεφύρι στη θέση «Κούφαλο». (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Αμούρι
Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 170 μέτρων, κοντά στους ποταμούς Τιταρήσιος και Τράσος. Το χωριό αναπτύχθηκε κατά τους Οθωμανικούς χρόνους, χάρις στην παρουσία νερόμυλων και υδροτριβίων. Ο πρώτος νερόμυλος χτίστηκε από την οικογένεια Σαπουντζή το 1890 και ακολούθησε η οικογένεια Αναγνώστου. Σήμερα η οικονομία του χωριού βασίζεται στην καλλιέργεια σιτηρών και λοιπών δημητριακών και στην καλλιέργεια καπνού. Στο χωριό σώζονται μέχρι σήμερα οι δύο πέτρινοι νερόμυλοι και δύο δριστέλες. Μια τρίτη δριστέλα καταστράφηκε από σεισμό το 2021. Ανάμεσα στο Αμούρι και στη Μαγούλα σώζεται γεφύρι, και πολλά άλλα σώζονται ανάμεσα στο Αμούρι και στο Δομένικο. Στην κεντρική πλατεία του χωριού βρίσκεται ο νέος ναός της Αγίας Παρασκευής, ενώ ο παλαιός ναός της Αγίας Παρασκευής είναι σήμερα ξωκλήσι. Ο ναός της Αγίας Παρασκευής είναι τρίκλιτη βασιλική με μεταγενέστερο γυναικωνίτη. Στην νότια και τη δυτική πλευρά υπάρχει στοά. Ο ναός έχει δύο εισόδους νότια και δυτικά. Εσωτερικά χωρίζεται σε τρία κλίτη από δύο σειρές τεσσάρων ξύλινων κιόνων, που συνδέονται μεταξύ τους με ξύλινους ελκυστήρες. Οι εικόνες του δωδεκαόρτου χρονολογούνται στο 19ο αιώνα και είναι ζωγραφισμένες σε μουσαμά. Ο ναός έχει χαρακτηριστεί μνημείο που χρήζει κρατικής προστασίας. Κοντά στην είσοδο του χωριού βρίσκεται ο ναός της Αγίας Ειρήνης. Στο χωριό διεξάγονται πανηγύρια τόσο στις 26 Ιουλίου όσο και στις 5 Μαΐου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Αμπελάκια
Όταν η μνήμη των ανθρώπων συγκρατεί την αξιοσύνη και την ελευθερία του πνεύματος, μόνο παράδειγμα μπορεί να αποτελεί για τις μετέπειτα γενιές. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των Αμπελακίων, που παραμένουν στη μνήμη και τη συνείδηση όλων, ως ο τόπος όπου υλοποιήθηκε η συνεργατική ιδέα σε παγκόσμιο επίπεδο μόλις το έτος 1778. Χιλιάδες μέλη (6.000), εργαστήρια (24) και υποκαταστήματα (17) υποδηλώνουν το ζωηρό εμπορικό πνεύμα των κατοίκων της κοινότητας οι οποίοι ασχολούνταν με τη βαφή και εμπορία νημάτων κόκκινου χρώματος κατόπιν επεξεργασίας του φυτού ριζάρι. Όταν περπατάς στα λιθόστρωτα σοκάκια περιτριγυρισμένος από 17 αρχοντικά με την υπογραφή της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα, εισπράττεις άμεσα το κλίμα της ευρωστίας των ντόπιων εμπόρων της εποχής. Μεταξύ τους, ξεχωρίζει το αρχοντικό του Γεωργίου Μαύρου ή Σβάρτς το οποίο λειτουργεί ως μουσείο. Μικρό χωριό, μεγάλη ιστορία ίχνη της οποίας παρατίθενται επίσης στο Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο, καθώς και στο Μουσείο Αμπελακίων περιόδου 1940-49. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Αμυγδαλέα
Η Αμυγδαλέα βρίσκεται στις όχθες του Πηνειού ποταμού, σε υψόμετρο 80 μέτρων. Το παλιό όνομα της Αμυγδαλέας είναι Γούνιτσα, τοπωνύμιο που εικάζεται πως προκύπτει από τη γεωγραφική της θέση, στη γωνία που σχηματίζουν δύο μικρά βουνά, ανάμεσα στα οποία κυλάει ο Πηνειός. Μνεία στην Αμυγδαλέα γίνεται σε χειρόγραφο της μονής του Μεγάλου Μετεώρου που χρονολογείται μεταξύ των ετών 1520-1540 και στο οποίο το χωριό αναφέρεται ως Γούνιτζα. Απελευθερώθηκε μαζί με το μεγαλύτερο κομμάτι της Θεσσαλίας το 1881. Μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα το χωριό αποτελούσε τσιφλίκι των απογόνων του Οθωμανού στρατηγού Χουρσίτ πασά. Στα μέσα του 20ου αι. στο χωριό προσήλθαν βλάχοι κτηνοτρόφοι από την περιοχή των Γρεβενών και της Καλαμπάκας, οι οποίοι και εγκαταστάθηκαν μόνιμα, μετακινούμενοι τα καλοκαίρια με τα κοπάδια τους στα ορεινά τους καταφύγια. Σημαντικά αξιοθέατα αποτελούν το πέτρινο γεφύρι από την εποχή της τουρκοκρατίας, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου με τοιχογραφίες του 19ου αιώνα και ο Πηνειός με πλούσια χλωρίδα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Αμπελώνας
Η περιοχή του Αμπελώνα, πεδινή και εύφορη όπως είναι, κατοικήθηκε ήδη από τα προϊστορικά χρόνια και σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα η κατοίκηση δε διακόπηκε αλλά συνεχίστηκε στους ιστορικούς χρόνους και αργότερα. Ήδη μας είναι γνωστοί 10 οικισμοί της Νεολιθικής Εποχής γύρω από τον υφιστάμενο σήμερα οικισμό, ενώ σοβαρό αρχαιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον συγκεντρώνει η περιοχή της αρχαίας πόλης «Φάλαννα» που τοποθετείται στην θέση «Καστρί», μεταξύ Αμπελώνα και Τυρνάβου. Στην Περραιβία της αρχαίας Θεσσαλίας, σύμφωνα με τις αρχαίες φιλολογικές πηγές και αρκετές επιγραφές, στην όχθη του ποταμού Τιταρήσιου, χτίστηκε και άκμασε η ισχυρή, οργανωμένη και αυτοδιοικούμενη πόλη της Φάλαννας, που έλαβε το όνομά της από την πανέμορφη, ομώνυμη κόρη της νύμφης Τυρούς και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην κεντρική διοίκηση του κράτους των Περραιβών. Στη Νεοελληνική ιστορία την ιστορική διαδρομή του Αμπελώνα μπορούμε να τη χωρίσουμε σε δύο περιόδους. Η πρώτη περιλαμβάνει όλη την περίοδο που ο Αμπελώνας βρισκόταν υπό τουρκική κυριαρχία και κατοικείται κατά βάση από Τούρκους. Πρόκειται για το τουρκικό Καζακλάρ. Η δεύτερη περίοδος αρχίζει από το 1881 που απελευθερώνεται η Θεσσαλία, οπότε στον Αμπελώνα εγκαθίστανται Έλληνες έποικοι. Είναι το Ελληνικό Καζακλάρ, ο μετέπειτα Αμπελώνας.
Το τουρκικό Καζακλάρ: Το παλιό Καζακλάρ, που εξελίχθηκε στο σημερινό Αμπελώνα, ως οικισμός δημιουργήθηκε στα 1423 περίπου, τότε που οι Οθωμανοί Τούρκοι με αρχηγό το Μουράτ Β’ είχαν επικρατήσει ολοκληρωτικά στη Θεσσαλία. Είναι διαπιστωμένο ότι οι οικισμοί στην ευρύτερη περιοχή του Αμπελώνα εμφανίστηκαν συστηματικά στο προσκήνιο μετά την τουρκική κατάκτηση της Θεσσαλίας από τον Τουρκάν Μπέη. Αυτός ίδρυσε 12 οικισμούς- ανάμεσά τους και το Καζακλάρ- στην περιοχή από τα Τέμπη μέχρι τον Τύρναβο και εγκατέστησε 5-6 χιλιάδες γιουρούκους (νομάδες) εποίκους από το Ικόνιο της Μ. Ασίας. Οι έποικοι ονομάστηκαν «Κονιάροι» και τα χωριά «Κονιαροχώρια». Οι τούρκικες πηγές τούς ονομάζουν Γιουρούκους. Τα Κονιαροχώρια ήταν στρατιωτικές αποικίες και σκοπός τους ήταν να αντιστέκονται στο ντόπιο χριστιανικό πληθυσμό, εδραιώνοντας την τουρκική κατοχή. Οι Τούρκοι του Καζακλάρ ήταν περήφανοι για τον τόπο τους και τον θεωρούσαν μεγάλο σε έκταση όσο και την Κωνσταντινούπολη. Το παλιό Καζακλάρ φημιζόταν και για την καλή ράτσα των γαϊδάρων, αχώριστων συντρόφων στην καθημερινή βιοπάλη. Έτσι επικράτησε και η γνωστή μέχρι τις μέρες μας έκφραση «Καζακλαριώτικο γομάρι». Για την ετυμολογία του τοπωνυμίου «Καζακλάρ» διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις με πιθανότερη την προέλευσή του από το παλαιοσλαβικό kazaku ή το τουρκικό kazak που σημαίνουν, μεταξύ άλλων, τον αγένειο, τον ξυρισμένο άντρα. Για όλη τη μακρόχρονη περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, οι πληροφορίες για το Δήμο Αμπελώνα είναι περιορισμένες και αποσπασματικές.
Το ελληνικό Καζακλάρ: Οι συνεχείς αγώνες των Θεσσαλών οδήγησαν στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881. Οι Τούρκοι μικροϊδιοκτήτες κι ανάμεσα τους κι οι Κονιάροι άρχισαν να εκποιούν τις περιουσίες τους και να μεταναστεύουν ομαδικά στη Μικρά Ασία, ενώ οι Τούρκοι τσιφλικάδες παραμένοντας καραδοκούσαν να ακριβοπουλήσουν τη γη τους. Και πράγματι, Έλληνες από πολλά μέρη άρχισαν να καταφθάνουν στις νέο-απελευθερωμένες περιοχές. Ο πρώτος πληθυσμός του ελληνικού Καζακλάρ χωρίζεται, ανάλογα με το γεωγραφικό διαμέρισμα από το οποίο προέρχονται οι κάτοικοι, σε τέσσερα σύνολα: τους Θεσσαλούς που ήρθαν από τα χωριά του Ολύμπου, τα χωριά της επαρχίας Ελασσόνας και από τον Τύρναβο, τους Δυτικομακεδόνες από το χωριό Μπουρμπουτσικό και από διάφορα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, τους Ηπειρώτες και τους Πελοποννήσιους (Αρκάδες). Έτσι, με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881, δημιουργήθηκε ένα κεφαλοχώρι με πληθυσμό 1038 κατοίκους. Στα χρόνια που ακολούθησαν η περιοχή παρουσιάζει μια «πανσπερμία» πληθυσμών, οι οποίοι πολλαπλασιάζονται με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ σήμερα πια ο Αμπελώνας είναι μια σύγχρονη πόλη, λειτουργική και συνεχώς εξελισσόμενη, με ανεπτυγμένη εμπορική και πολιτιστική κίνηση, καλαίσθητο οικιστικό και φυσικό περιβάλλον και όμορφους χώρους αναψυχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τυρνάβου)
Αργυροπούλι
Το Αργυπούλι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 164 μέτρων (παλιότερες ονομασίες Ηλώνη και Καρατζόλι). Η μυκηναϊκή πόλη, Ηλώνη, που αναφέρει ο Όμηρος για τη συμμετοχή της στον Τρωικό πόλεμο, είναι η Λειμώνη των κλασικών χρόνων, πόλη με εύφορο λιβάδια, που ποτιζόταν από τα νερά της πηγής Μάτι. Τα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης σωζονται στο Καστρί Αργυροπουλίου. Η τοπική παράδοση θέλει την προέλευση της τούρκικης ονομασίας «Καρατζόλι» (=μαύρο ρέμα) να αναφέρεται στη δράση του Νικοτσαρά στην περιοχή. Σήμερα στο Αργυροπούλι οι κάτοικοί του έχουν ως κύριες ασχολίες τη γεωργία (αμπέλια, αχλάδια, ροδάκινα, μήλα, καπνά, μποστάνια, αμυγδαλιές και ελιές), την κτηνοτροφία και την ξυλεία. Στο Αργυροπούλι ανήκουν οι οικισμοί Άνω Αργυροπούλι και Βοτανοχώρι. 2,5χλμ ΝΔ του χωριού, στους πρόποδες του Κάτω Ολύμπου βρίσκεται η λίμνη Αργυροπουλίου, γνωστή ως Μάτι Τυρνάβου. Μοναδική φυσική πηγή εναπομείνασα στη Θεσσαλία, με έκταση 250στρμ, αποτελεί τον πυρήνα οικοσυστήματος με πλούσια χλωρίδα (πουρνάρι, παλιούρι, αγριελιά, παπαρούνα, χαμομήλι, μολόχα, βάτος κ.α.) και πανίδα (κεφαλόπουλα, καραβίδες, χέλια, λεπιδόπτερα, υμενόπτερα, ορθόπτερα, δίπτερα κ.α.). Η πρόσβαση στην πηγή επιτυγχάνεται μέσω ασφαλτοστρωμένου δρόμου. Το Μάτι πηγάζει από τους πρόποδες της Μελούνας και μετά την ένωση του με τον Πηνειό, έχει μήκος 12 χλμ περίπου. Η παλιά κοίτη του ποταμού, Μάτι, προσφέρεται για περιπάτους και ερασιτεχνικό ψάρεμα καραβίδας. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκκλησίες της Ζωοδόχου Πηγής (πολιούχος) στην πλατεία του χωριού (1884, στον τύπο της βασιλικής 2 χλμ από το Αργυροπούλι στις όχθες του ποταμού, του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Παρασκευής (19ος αι., στον τύπο της βασιλικής) πάνω σε λόφο Β., απ’ όπου η θέα στον κάμπο είναι γοητευτική. Το πέτρινο γεφύρι Μωραΐτη κατασκευασμένο το 1908 συνδέει το χωριό με την ομώνυμη περιοχή. Από την εποχή της Τουρκοκρατίας διατηρείται τζαμί στην ομώνυμη περιοχή με μιναρέ, όπου υπάρχει και πέτρινη βρύση. Ξεχωριστά είναι τα πανηγύρια στο Αργυροπούλι, όπως της Ζωοδόχου Πηγής στην ομώνυμη εκκλησία με υπαίθριο εμπόριο, χορευτικά συγκροτήματα από διάφορα μέρη, χορό και γλέντι. Επίσης, στον εορτασμό της Ανάληψης του Σωτήρα, 40 μέρες μετά το Πάσχα, οι κάτοικοι γιορτάζουν στον παρόχθιο χώρο, όπου μετά τη λειτουργία ακολουθεί γλέντι. Στις 26/7 της Αγίας Παρασκευής, διοργανώνεται μεγάλο πανηγύρι με συρροή προσκυνητών, οι περισσότεροι από τους οποίους διανυκτερεύουν μέσα στην εκκλησία και στον αύλειο χώρο, και ανήμερα οι παρευρισκόμενοι διασκεδάζουν με δημοτική μουσική. Την Καθαρά Δευτέρα πραγματοποιούνται εκδηλώσεις στην πλατεία με διανομή παραδοσιακής φασολάδας και πλούσιο γλέντι. Οι συμμετέχοντες στις διάφορες εκδηλώσεις ξεφαντώνουν με τους ρυθμούς των χορών τσάμικου, στα τρία, συρτού και μικτών. Στο χωριό εδρεύει ο Αθλητικός Σύλλογος «Δόξα Αργυροπουλίου». (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τυρνάβου)
Βαλανίδα
Ο οικισμός Βαλανίδα βρίσκεται βορειοανατολικά της Ελασσόνας, σε υψόμετρο 320 μέτρων. Οι κάτοικοί της έχουν κύρια ασχολία τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι εκκλησίες του χωριού είναι ο μεταβυζαντινός ναός των Αγίων Αναργύρων (1647) και η πετρόχτιστη βασιλική της Αγίας Τριάδας (1861). Υπάρχουν ακόμα μικρότερα ξωκλήσια (Άγιος Γεώργιος, Άγιος Αθανάσιος, Παναγία) που βρίσκονται στην είσοδο του φαραγγιού της Χράπας. Στην περιοχή υπάρχει ένα σημαντικό σπηλαιοβάραθρο, το οποίο όμως δεν είναι εύκολα επισκέψιμο λόγω κατολισθήσεων. Αξίζει ακόμα να επισκεφτεί κανείς και τη διάβαση στο φαράγγι της Χράπας. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα διαδρομή 4 χλμ. κατά μήκος του φαραγγιού, το οποίο αρχίζει από τη γέφυρα του Λουτρού και φτάνει μέχρι τα όρια της κτηματικής έκτασης της Βαλανίδας. Σε κάποιο σημείο της πεζοπορίας, συναντάται και η ερειπωμένη πια Μονή της Παναγίας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Βελίκα
Η Βελίκα είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός. Στη Βελίκα υπάρχει ο ναός του Αγίου Χαράλαμπου και ένα παρεκκλήσι του Αγίου Νεκταρίου. Η παραλία βρίσκεται σε απόσταση 6 χιλιομέτρων από τον Αγιόκαμπο και κάθε καλοκαίρι αποτελεί θέρετρο για πολλούς επισκέπτες. Η παραλία είναι επίσης γνωστή και με την ονομασία Σπιτάκι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περιοχή, παρουσιάζει το Κάστρο της Βελίκας, που βρίσκεται στα βόρεια του παραλιακού οικισμού της Βελίκας, σε μικρό δασωμένο λόφο και σε μικρή απόσταση από την ακτή. Το κάστρο της Βελίκας χρονολογείται στην παλαιοχριστιανική περίοδο (6ος-7ος αι) και προστατεύεται από τις διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Βερδικούσση
Ο οικισμός της Βερδικούσσης (Βερδικούσια) βρίσκεται δυτικά της πόλης της Ελασσόνας και αναπτύσσεται σε υψόμετρο 850 μέτρων. Η κύρια ενασχόληση των κατοίκων είναι ο πρωτογενής τομέας (γεωργία, κτηνοτροφία, υλοτομία, κτλ). Ιστορικά, η θέση του οικισμού, στις ανατολικές πλαγιές των Αντιχασίων, ήταν ιδανικό πέρασμα για τους κλέφτες από τον Όλυμπο προς την Πίνδο. Η Βερδικούσια απελευθερώθηκε από τους Τούρκους το 1912, ενώ χαρακτηριστικό ιστορικό τοπόσημο αποτελεί το συνοριοφυλάκιο (Κατάρμα) στην κορυφή Μαμαλή. Περιβάλλεται από αξιόλογο φυσικό περιβάλλον, ενώ κυρίαρχο στην περιοχή είναι το δάσος οξιάς. Το δάσος αυτό, από τα μεγαλύτερα της Ελλάδας στο είδος του, είναι ενταγμένο στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα NATURA 2000 και αποτελεί καταφύγιο θηραμάτων, σημαντικό βιότοπο για τα αρπακτικά πουλιά, τις αλεπούδες, τα αγριογούρουνα, τους λαγούς κ.ά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Βλαχογιάννι
Ο οικισμός Βλαχογιάννι είναι χτισμένος σε υψόμετρο 150 μέτρων. Στα ανατολικά του οικισμού έχουν εντοπιστεί ερείπια που πιθανόν ανήκουν στην αρχαία Περραιβική πόλη Μάλλοια. Οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνται με τη γεωργία, κυρίως καλλιέργεια καπνού, και την κτηνοτροφία. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Βρυότοπος
Ο Βρυότοπος είναι ένας πεδινός οικισμός ΒΑ του Αμπελώνα, σε απόσταση 2 χλμ. από αυτόν, σε υψόμετρο 70 μέτρων. Η εκκλησία του Βρυοτόπου, ο Ιερός Ναός Κωνσταντίνου & Ελένης βρίσκεται στο κέντρο του χωριού ενώ στον οικισμό του Μαυρόλιθου βρίσκεται ο Ιερός Ναός Αγίου Δημητρίου. Οι κάτοικοι του Βρυοτόπου εργάζονται σε υπηρεσίες της Λάρισας και των άλλων αστικών κέντρων της περιοχής, ενώ αρκετοί ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Αξίζει να τονιστεί ότι στην περιοχή δημιουργήθηκε ο πρώτος Συνεταιρισμός Παραγωγής Σπαραγγιών. Η περιοχή του Βρυοτόπου κατοικήθηκε από την Νεολιθική Εποχή, όπου δημιουργήθηκαν πολλοί οικισμοί. Το πλούσιο έδαφος και η ύπαρξη δύο ποταμών, του Πηνειού ανατολικά και του Τιταρήσιου βόρεια, δημιουργούν άριστες συνθήκες για πλούσιες σοδειές και καταπράσινα λιβάδια, ιδανικά στοιχεία για την διαβίωση των γεωργο-κτηνοτρόφων που ήταν εδώ εγκατεστημένοι. Στο Βρυότοπο σώζεται ένα τριώροφο πυργόσπιτο, στον κεντρικό δρόμο που έρχεται από τον Αμπελώνα, το οποίο είναι γνωστό ως «Κούλια». Ήταν ιδιοκτησία ενός Τούρκου Αγά και είχε διπλή χρήση: άμυνας και κατοικίας. Αποτελεί τυπικό δείγμα της τοπικής αμυντικής αρχιτεκτονικής με πολεμίστρες (ανοίγματα στον τοίχο του ισογείου), οχυρή πόρτα, καταχύστρα (πάνω από την πόρτα για το ρίξιμο καυτού νερού ή λαδιού) και γυναικωνίτη. Επίσης σώζονται πολλά νεοκλασικά κτίσματα που επιβεβαιώνουν τη ραγδαία εξέλιξη που γνώρισε η περιοχή στις αρχές του 20ου αιώνα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τυρνάβου)
Γαλανόβρυση
Ο οικισμός της Γαλανόβρυσης βρίσκεται νοτιοκεντρικά της Ελασσόνας και αναπτύσσεται σε υψόμετρο 280 μέτρων. Οι κάτοικοί του σήμερα ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στη Γαλανόβρυση υπάρχει το Αγροτικό και Εθνογραφικό Μουσείο, όπου εκτίθενται σημαντικά εκθέματα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Γερακάρι
Βρίσκεται κοντά στον ερειπωμένο οικισμό Βαθύρεμα και στο Παλαιόκαστρο (αρχαία Λακερεία), σε υψόμετρο 90 μέτρων. Η ονομασία του χωριού συνδέεται με το γεράκι. Ο κεντρικός ναός του χωριού είναι αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ενώ στην ίδια ενορία υπάγεται και ο ναός του Αγίου Συμεών. Σε κοντινή απόσταση υπάρχει παλιό θολωτό γεφύρι. Σύμφωνα με τον Δωρόθεο Σχολάριο, ο οποίος διετέλεσε μητροπολίτης Δημητριάδος από το 1858 μέχρι το 1870, κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας στη Θεσσαλία, το χωριό υπαγόταν στον ναχιγιέ Αγιάς και σε αυτό κατοικούσαν 31 οικογένειες αγροτών, εκ των οποίων οι 26 ήταν τουρκικές και οι υπόλοιπες ελληνικές, ενώ ο συνολικός πληθυσμός του ανερχόταν στα 155 άτομα. Το 1923 μεταφέρθηκε στο Γερακάρι η κεφαλή του σκοτωμένου λήσταρχου Θωμά Γκαντάρα. Στις 3 Μαΐου του 1943 το χωριό κάηκε και λεηλατήθηκε από τα ιταλικά στρατεύματα Κατοχής, ενώ παράλληλα εκτελέστηκαν έξι κάτοικοι. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Γεράνεια
Τα Γεράνια ή Γεράνεια (μέχρι το 1928 Δελίνιτσα) είναι χτισμένα σε υψόμετρο 460 μέτρων. Οι κάτοικοι του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα Γεράνεια μέχρι το 1928 λέγονταν Ντελίνιτσα. Το χωριό ερημώθηκε το 1813 εξαιτίας της πανώλης. Το 1943 το χωριό πυρπολήθηκε λόγω της αντιστασιακής του δράσης κατά τη διάρκεια της κατοχής. Στο χωριό βρίσκεται ο ναός της Αγίας Τριάδας και ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός της Αγίας Τριάδος είναι ο ενοριακός ναός και βρίσκεται εντός του χωριού. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική κεραμοσκέπαστη με ανοικτή στοά στη βόρεια πλευρά. Σύμφωνα με επιγραφή στον εξωτερικό τοίχο της κόγχης του ναού θεμελιώθηκε σε παλαιότερο κτίσμα και χρονολογείται το 1875. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος σύμφωνα με επιγραφή έγινε το 1902 από τους ζωγράφους Δημήτριο Σίμου και Δημήτριο Σακαμάνου. Το τέμπλο είναι ξύλινο και φέρει εικόνες από το 1875 και μετά. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Γιαννωτά
Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 550 μέτρων και οι κάτοικοι του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στο παρελθόν στα Γιαννωτά είχαν εγκατασταθεί Σλάβοι και Βούλγαροι. Κατά τη διάρκεια των Οθωμανικών χρόνων το χωριό ήταν έδρα κλεφτών και αρματολών και αργότερα ληστών. Στην κεντρική πλατεία του χωριού βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου. Έξω από το χωριό βρίσκεται η μονή της Αγίας Τριάδας. Σύμφωνα με την παράδοση η μονή ιδρύθηκε το 1155 από τον αυτοκράτορα Εμμανουήλ Κομνηνό και ήταν πατριαρχική και σταυροπηγιακή μονή. Το σωζόμενο μοναστικό συγκρότημα χρονολογείται στις αρχές του 19ού αιώνα. Το καθολικό της μονής ανήκει σε παραλλαγή του μονόκλιτου σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου και η στέγη του καλύπτεται με σχιστολιθικές πλάκες. Το εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο. Έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Στο χωριό διοργανώνεται πανηγύρι στη γιορτή της Αγίας Τριάδας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Γόννοι
Οι Γόννοι βρίσκονται στα βορειοδυτικά του νομού, στα βορειοδυτικά του Πηνειού ποταμού, στο ύψος των Τεμπών και σε υψόμετρο 90 μέτρα. Διασχίζεται από ένα χείμαρρο με κατάφυτες όχθες που συμβάλλει στον Πηνειό. Σε απόσταση 3 χλμ από την σύγχρονη κωμόπολη των Γόννων, σε ένα ύψωμα που ονομάζεται Καστρί, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης των Γόννων. Η ευρύτερη περιοχή των Γόννων διαθέτει μεγάλη παραγωγή ελιάς και λαδιού. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Γυρτώνη
Η Γυρτώνη βρίσκεται νότια του βουνού Κορακόπετρα σε υψόμετρο 590 μέτρων ενώ δυτικά και δίπλα της ρέει ο Πηνειός ποταμός. Η ονομασία της οφείλεται στην αρχαία Γυρτώνη, στην οποία αναφέρεται ο Όμηρος να ανήκει στην Περραιβία που κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. εκτείνονταν μεταξύ του Ολύμπου και του Πηνειού. Στα βορειοανατολικά και το ύψωμα «Καστρί» (έχει χαρακτηριστεί από το 1987 ως αρχαιολογικός χώρος) έχουν διασωθεί λείψανα οικισμού των κλασικών χρόνων της Αρχαίας Γυρτώνης (τμήματα των τειχών και των νεκροταφείων της). Στο χωριό το συγκρότημα κονακίου που υπάρχει έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Δαμάσι
Ο οικισμός είναι χτισμένος ανάμεσα σε δυο απότομους λόφους, τη Βίγλα προς τα νότια και τον Άγιο Θεόδωρο προς το βορρά, δίπλα στη δεξιά όχθη του Τιταρήσιου ποταμού. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το Δαμάσι είναι χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης Μύλες, ερείπια της οποίας φέρονται να βρέθηκαν στο λόφο ανάμεσα στο Δαμάσι και το γειτονικό Δαμασούλι. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία (αμπελοκαλλιέργεια, κηπευτικά, οπωροφόρα) και την κτηνοτροφία. Μεταξύ των ετών μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και του 1506, το Δαμάσι αναφέρεται σε απογραφή ως μια μικρή οχυρή πόλη με πληθυσμό 314 χριστιανικές οικογένειες (184 βλαχόφωνες και 130 ελληνόφωνες). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας, αποτελούσε τσιφλίκι Οθωμανών μπέηδων. Το 1881, παρά την ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, παρέμεινε υπό οθωμανικό έλεγχο. Μάλιστα, η κατοχή του, σε συνδυασμό με την ανάγκη των κατοίκων για πότισμα των ποιμνίων τους στον Πηνείο, αποτέλεσε επιχείρημα των Οθωμανών διπλωματών στην προσπάθεια να διατηρήσουν την κυριαρχία τους για 24 χλμ νοτιότερα από τη συνοριακή γραμμή που τελικά καθορίστηκε. Από το 1881 και έπειτα, το Δαμάσι βρισκόταν πλησίον των τότε ελληνοτουρκικών συνόρων. Απομεινάρια αυτών των συνόρων είναι τα μέχρι σήμερα σωζόμενα τουρκικά φυλάκια (καζάρμες). Τρία φυλάκια υπάρχουν στο βουνό Προφήτης Ηλίας μέχρι τον Τιταρήσιο ποταμό σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου η μία από την άλλη. Απέναντι από τον Τιταρήσιο ποταμό (μετά το Μπουγάζι), επάνω στο βουνό Λουτόμι υπάρχουν τρία φυλάκια κι ένα στην λεγόμενη τουρκογέφυρα (στον Πηνειό). Τον Απρίλιο του 1897, το Δαμάσι έγινε θέατρο συγκρούσεων, στα πλαίσια του ελληνοτουρκικού πολέμου. Κατά την περίοδο της ύστερης Τουρκοκρατίας, στο Δαμάσι διαχείμαζαν μερικές οικογένειες Βλάχων κτηνοτρόφων που προέρχονταν από την ορεινή Ημαθία. Το χωριό απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό στις 5 Οκτωβρίου 1912, άνευ αντίστασης των οθωμανικών δυνάμεων. Κοντά στο Δαμάσι υπάρχουν τα ερείπια βυζαντινού κάστρου, το οποίο χρονολογείται γύρω στον 6ο αιώνα. Συγκεκριμένα σώζονται το φυλάκιο καθώς και τμήμα διπλών τειχών. Στη βόρεια πλευρά του κάστρου διασώζονται αρχαίοι δόμοι, οι οποίοι μαρτυρούν την ύπαρξη οχύρωσης και κατά την αρχαιότητα. Στην ευρύτερη περιοχή του Δαμασίου υπάρχουν επίσης ερείπια παλιών νερόμυλων με παραδοσιακά υδροτριβεία. Στο Δαμάσι υφίσταται και μνημείο αφιερωμένο στην απελευθέρωση του χωριού το 1912. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Δαμασούλι
Το Δαμασούλι βρίσκεται βόρεια του Δαμασίου, έξω από το επαρχιακό δίκτυο σε υψόμετρο 130 μέτρα. Βόρεια του οικισμού υψώνεται το βουνό Τρόχαλος και ρέει ο ποταμός Τιταρήσιος (Ξεριάς), στα νότια υψώνονται τα βουνά Ζάρκου και δυτικά τα Αντιχάσια. Κύρια πηγή εισοδήματος των κατοίκων αποτελεί η γεωργία (αμπελοκαλλιέργεια, κηπευτικά, οπωροφόρα) και η κτηνοτροφία. Το χωριό μετρά λιγότερο από 100 χρόνια ελεύθερης ζωής. Στις 5 Οκτωβρίου του 1912 ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνοντας σε λίγες ώρες τα συνοριακά φυλάκια εισέβαλε στο γειτονικό χωριό Δαμάσι. Ίδια ήταν η συνέχεια και για το Δαμασούλι. Μετά την απελευθέρωση και σύμφωνα με εκθέσεις των κατά τόπους δασκάλων περί τα 1913-14, στο Δαμασούλι αναφέρονται 200 κάτοικοι, εκ των οποίων οι 50 Γκραίκοι και οι 150 ήταν παραχειμάζοντες Βλάχοι (από την Αβδέλλα Γρεβενών και τη Βλάστη Κοζάνης), καθώς η περιοχή αποτέλεσε για τους Βλάχους της Μακεδονίας και όχι μόνο ένα από τα ιδανικότερα χειμαδιά της Θεσσαλίας. Μετά την ίδρυση αυτόνομης κοινότητας στο γειτονικό Δαμάσι περί τα 1920, τα δύο χωριά ακολουθούν έως και σήμερα ενιαία πορεία. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Δελέρια
Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 70 μέτρων. Τα Δελέρια αποτελούνταν στην Οθωμανική εποχή από τρία χωριά γνωστά ως Δελέ, Κουτάφ και Εβερνάζ. Το 1881, με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, τα Δελέρια έγιναν τμήμα της Ελλάδας και σε αυτό εγκαταστάθηκαν άτομα από την Κρυόβρυση, την Ελασσόνα, την Καρυά και τη Συκαμινέα. Στις 6 Απριλίου 1897, μια μέρα μετά την έναρξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου, τα τουρκικά στρατεύματα υπό τον Ετάμ Πασά επιτέθηκαν στην Μελούνα και κατάφεραν να κάμψουν την αντίσταση των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν στη γραμμή Λουσφάκι – Δελέρια. Εκεί δόθηκε μάχη, η οποία έληξε με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού στη Λάρισα. Στο κέντρο του χωριού βρίσκεται ο ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος χτίστηκε το 1898. Στο χωριό βρίσκεται επίσης η ανακατασκευασμένη εκκλησία της Παναγίας, η οποία καταστράφηκε στον πόλεμο του 1897 από τους Τούρκους και ξαναχτίστηκε τη δεκαετία του 1980. Στην είσοδο του χωριού βρίσκεται το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, του 1968. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Δένδρα
Το χωριό ιδρύθηκε το 1912 και οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με την γεωργία. Προστάτης των Δένδρων είναι ο Άγιος Αντώνιος ο νέος, το εκκλησάκι του οποίου βρίσκεται 3χλμ νότια του χωριού. Κάθε χρόνο στο τέλος του Αυγούστου γιορτάζονται για 6 μέρες τα «Αγιαντώνεια». Ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού συγκεντρώνοντας μαρμάρινα ευρήματα δημιούργησε ένα μικρό αρχαιολογικό πάρκο στη πλατεία του χωριού. Στη θέση Γκρέμουρας των Δένδρων μαρτυρείται η ύπαρξη της αρχαίας πόλης Άργισσας, την οποία αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα για τη διάκριση του βασιλιά της Πολυποίτου σε αγώνες δισκοβολίας. Πατέρας του Πολυποίτου ήταν ο Πειρίθους στο γάμο του οποίου έγινε η Κενταυρομαχία, την οποία απεικόνισε ο Φειδίας σε γλυπτό του Παρθενώνα, που τώρα βρίσκονται στο Λονδίνο (Ελγίνεια). Ο Πειρίθους πήρε μέρος στην Αγροναυτική εκστρατεία. Στο κέντρο του χωριού υπήρχε ο πετρόχτιστος ναός των Αγίων Αθανασίου (πανηγυρίζει στις 18 Ιανουαρίου) και Αντωνίου. Σημαντικές τοιχογραφίες του 25τ.μ, αποτοίχισε το 1991 το Λαογραφικό μουσείο Λάρισας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τυρνάβου)
Δολίχη
Ο οικισμός της Δολίχης βρίσκεται σε υψόμετρο 590 μέτρων. Οι κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία. Η αρχαία Δολίχη, μαζί με την Άζωρο και το Πύθιο, αποτελούσαν την Περραιβική Τριπολίτιδα του 5ου αι. π.Χ. Πρόκειται για πανάρχαια πόλη, την οποία το σύνολο των ερευνητών τοποθετεί ανάμεσα στο Σαραντάπορο και στα βορειοδυτικά της σημερινής Δολίχης. Στην περιοχή βρέθηκαν επιτύμβιες πλάκες και απελευθερωτικές επιγραφές, ενώ σε εξέλιξη είναι η αποκάλυψη αρχαίου τείχους του δυτικού σκέλους της οχύρωσης της πόλης. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Δομένικο
Ο οικισμός Δομένικο είναι χτισμένος σε υψόμετρο 280 μέτρων. Η αρχαία πόλη που βρισκόταν στη θέση που είναι τώρα χτισμένο το Δομένικο, ονομαζόταν Χυρετίαι. Οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με τη γεωργία (παραγωγή καπνών, σιτηρών και αμυγδάλων) και την κτηνοτροφία. Στη θέση Βρυζόστι, μέσα σε έκταση 10 στρεμμάτων υπάρχουν διασκορπισμένα υπολείμματα 13 νερόμυλων καθώς και αρχαίων τειχών. Ο Ναός της Παναγίας, στην ίδια θέση, είναι χτισμένος με αρχαία υλικά, πιθανότατα πάνω στο ιερό αρχαίου ναού. Αξιόλογο για επίσκεψη είναι και το ο Βυζαντινό – Αρχαιολογικό μουσείο του οικισμού. Έχουν γίνει προσπάθειες ώστε να παράγονται στην περιοχή χειροποίητα πούρα υψηλής ποιότητας, με τις προδιαγραφές των κουβανέζικων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Δρυμός
Ο οικισμός του Δρυμού (παλιά ονομασία Δριάνοβο) βρίσκεται βόρεια της Ελασσόνας, αναπτύσσεται σε υψόμετρο 470 μέτρων. Οι κάτοικοί του σήμερα ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στον οικισμό υπάρχει ο ενοριακός ναός του Προφήτη Ηλία (1810), ο οποίος, παρόλο που καταστράφηκε το 1987, ξαναχτίστηκε πολύ σύντομα. Στη νοτιοανατολική πλευρά του χωριού απλώνεται η «Κλαδερή», ένα δάσος κατάφυτο από κυπαρίσσια και πεύκα, ιδανικός προορισμός για περίπατο και επαφή με το φυσικό περιβάλλον. Στην είσοδο του χωριού, στη θέση Πηγαδούλι (Μπιαδούλι) υπάρχει πετρόκτιστη βρύση με δροσερό νερό, η οποία παλαιότερα κάλυπτε τις ανάγκες του χωριού σε πόσιμο νερό. Υπάρχει ακόμα δασικό μονοπάτι, διαμέσου του φαραγγιού (ρέμα «Κουραδιάρη») το οποίο συνδέει τον οικισμό με την Ελασσόνα, μέσα σε 30 – 45 λεπτά. Ωστόσο, σήμερα το μονοπάτι αυτό έχει μετατραπεί σε αγροτικό δρόμο που είναι βατός για κάθε είδος οχήματος, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες. Στη νότια πλευρά του οικισμού λειτουργεί πίστα απογείωσης αλεξίπτωτων πλαγιάς. Αποσκοπώντας στη διευκόλυνση και στήριξη των γεωργοκτηνοτρόφων της περιοχής, κατασκευάστηκε ένα μικρό φράγμα κοντά στο χωριό (στη θέση «Παπά Βιρός»), το οποίο θα διευκολύνει πρακτικά τους γεωργούς και του κτηνοτρόφους σε θέματα ύδρευσης και αποταμίευσης νερού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Η Ελαία βρίσκεται στα βορειοδυτικά του νομού και βόρεια του Πηνειού ποταμού σε υψόμετρο 180 μέτρα. Ενοριακός ναός του χωριού είναι η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Αναφέρεται επίσημα, μετά την ένωση της Θεσσαλίας, με το παλιό της όνομα από την τουρκοκρατία ως Κιτσιλέρ το 1883 και το 1927 μετονομάστηκε σε Εληά. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ελάτεια
Η Ελάτεια είναι χτισμένη στους πρόποδες της δυτικής πλευράς του όρους Όσσα (Κίσσαβος). Παλαιότερα ονομαζόταν Μικρό Κεσερλί. Το χωριό άρχισε να κατοικείται από Έλληνες κατοίκους κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κυρίως από Σαρακατσαναίους κτηνοτρόφους. Στην περιοχή αυτή κατά τους αρχαίους χρόνους υπήρχε πόλη με το ίδιο όνομα, Ελάτεια, η οποία μαζί με τους Γόννους ήλεγχαν τα στενά των Τεμπών. Αν και δεν έγιναν ανασκαφές ευρέθησαν κατά καιρούς ορισμένα αρχαία. Στο χωριό κατασκευάστηκαν κατά τη δεκαετία του ’20 τέσσερα ελαιοτριβεία, ένα από τα οποία κινείτο με μηχανή Deutz semi-diesel, τα δε υπόλοιπα ήταν χειροκίνητα. Σήμερα δε λειτουργούν αυτά πλέον, λειτουργούν όμως άλλα σύγχρονα. Το Μουσείο Θεσσαλικής Ζωής της οικογένειας Συρμακέζη αποτελεί ένα πολυχώρο προσομοίωσης παραδοσιακών αγροτικών δραστηριοτήτων και δίνει στον επισκέπτη τη δυνατότητα να «ζήσει» την εμπειρία του παρελθόντος. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ελευθερές
Οι Ελευθερές είναι χτισμένες σε υψόμετρο 95 μέτρων. Ευρήματα της Νεολιθικής και Κλασικής εποχής εντοπίστηκαν στη λοφώδη περιοχή ΝΔ του χωριού. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του χωριού αποτελείται από ντόπιους πληθυσμούς. Κύρια ενασχόληση των κατοίκων του χωριού είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Στα βόρεια του οικισμού, στην τοποθεσία Μεγάλη Βρύση, όπου το εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους, γίνεται κάθε χρόνο το πανηγύρι του Αγίου (10/2) και με την ευκαιρία μοιράζεται στους παρευρισκόμενους βρασμένο ρύζι και κρασί. Άλλα δύο πανηγύρια γίνονται στη μνήμη των Αγίων Κοσμά του Αιτωλού (24/8) και Βησσαρίωνος του Θαυματουργού. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ευαγγελισμός
Ο οικισμός του Ευαγγελισμού βρίσκεται νοτιοδυτικά της Ελασσόνας, αναπτύσσεται σε υψόμετρο 210 μέτρων και είναι χτισμένος στις όχθες του Τιταρήσιου ποταμού. Οι κάτοικοί του σήμερα ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Κάθε επισκέπτης μπορεί να επισκεφτεί τον Ενοριακό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και το γραφικό ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Πολύ κοντά βρίσκεται και το όμορφο δάσος της Ψηλοράχης. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Θετίδιο
Το χωριό Θετίδιο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 321 μέτρα και μέχρι το 1919, ονομαζόταν Αλχανί. Οι κάτοικοί του ασχολούνται αποκλειστικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Καλλιεργούν σιτάρι, κριθάρι, βαμβάκι και βιομηχανική τομάτα. Υπάρχουν επίσης αρκετές κτηνοτροφικές μονάδες, όπου εκτρέφονται πρόβατα και γαλοπούλες. Από δημογραφικής άποψης ο πληθυσμός του χωριού, βαίνει συνεχώς μειούμενος. Στη δυτική άκρη του Θετιδίου, βρίσκεται «καταχωνιασμένος» μέσα στη γη, ο βυζαντινός ναός της Υπαπαντής του Χριστού. Η σκεπή του βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της γης. Ο ναός, λιτός και απέριττος, οικοδομήθηκε με πέτρα και πηλό πριν από πολλούς αιώνες, στα 1100 μ.Χ., σε μια δασώδη, ερημική και απρόσιτη για την εποχή εκείνη περιοχή, σε μέρος δηλαδή όπου ήταν αδύνατο να τον εντοπίσει ανθρώπινο μάτι, γιατί τον περιτριγύριζαν πυκνά και πανύψηλα δέντρα, κυρίως βελανιδιές, αλλά και γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ήταν χτισμένος μέσα στη γη. Η παρουσία ενός κελιού μαρτυρεί ότι ο ναός αποτελούσε το βασικό κτίσμα μοναστηριού, στο οποίο ησύχαζαν ασκητές και μοναχοί, μέχρι το 1720. Τότε κατέφθασαν και εγκαταστάθηκαν νέοι κάτοικοι, που ίδρυσαν το χωριό Αλχανί (τουρκική ονομασία) και το σημερινό Θετίδιο. Οι Αλχανιώτες ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά με τη γεωργία5 και την κτηνοτροφία. Εξαιρετικά χρήσιμα ήταν τότε τα επαγγέλματα του χαλκιά (σιδηρουργού), του πεταλωτή, του βαρελά, της μοδίστρας και του καφετζή – μπακάλη. Έτσι οι μοναχοί αναχώρησαν σε άλλη, προφανώς ερημική, περιοχή. Έκτοτε ο βυζαντινός ναός αποτέλεσε την εκκλησία του νεοϊδρυθέντος οικισμού (1720). Όλες οι χριστιανικές τελετές πραγματοποιούνταν εκεί, επί 244 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1964, οπότε ανηγέρθη η καινούργια εκκλησία του χωριού, σε απόσταση 400 μέτρων περίπου, από την παλιά. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ιτέα
Είναι προνόμιο να ζεις κοντά στον Πηνειό. Να μπορείς να θαυμάσεις την κίνηση του νερού στη διαδρομή του προς τη θάλασσα. Πλατάνια κατά μήκος του ποταμού, κτήματα και καλλιέργειες στο καφέ-πράσινο της φύσης και μυρωδιές που σε φέρνουν σε ισορροπία με τις εσωτερικές σου δυνάμεις, οξύνουν τις αισθήσεις. Γέφυρα ενώνει τις όχθες του ποταμού, εκεί όπου παλαιότερα μια πλωτή κατασκευή η «περαταριά» ή «Καράβι» διευκόλυνε τη μετακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στη γραφική Ιτέα, σου δίνεται η δυνατότητα να ξεκουραστείς για λίγο, καθώς έρχεσαι σε επαφή με τη μητέρα γη. Για τους φίλους του κρασιού, στην Ιτέα βρίσκεται το επισκέψιμο οινοποιείο Ντούγκου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Καλλιθέα
Η Καλλιθέας είναι χτισμένη σε υψόμετρο 520 μέτρων. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αποτελούσε Τούρκικο τσιφλίκι, με την ονομασία Σάντοβο ή Ορμανλί. Κύρια ασχολία των κατοίκων είναι ο πρωτογενής τομέας (γεωργία – κτηνοτροφία). (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Καλλιπεύκη
Η Καλλιπεύκη είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1054 μέτρων. Η παλιά του ονομασία του χωριού πριν 1927 ήταν «Νεζερός», η οποία προέρχεται από τη σλαβική ρίζα «έζερο» (το “ν” είναι ευφωνικό), που σημαίνει λίμνη. Η Καλλιπεύκη ιδρύθηκε κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και υπήρξε από το 10ο αι μ.Χ. έδρα επισκόπου, εξαρτώμενου από το Μητροπολίτη Λάρισας. Κεντρικό σημείο του Κάτω Ολύμπου, αποτέλεσε σπουδαία θέση των κλεφτών κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Μέχρι το 1911 υπήρχε στην περιοχή η λίμνη Ασκυρίδα ή Ασκουρίδα, η οποία αποξηράνθηκε και έδωσε θέση για καλλιεργήσιμες εκτάσεις 5.500 στρεμμάτων. Το σημερινό όνομα του χωριού οφείλεται στα ωραία πευκοδάση που το περιβάλλουν. Γνωστά αξιοθέατα αποτελούν η Αγία Τριάδα και η Πατωμένη. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Καλοχώρι
Το Καλοχώρι (παλιότερη ονομασία Τόιβασι ή Ορτά) βρίσκεται στους πρόποδες Κισσάβου και κατοικείται κυρίως από Βλάχους με καταγωγή από το Περιβόλι των Γρεβενών. Στην περιοχή του Καλοχωρίου εντοπίσθηκαν ευρήματα Νεολιθικής εποχής και της Εποχής του Χαλκού. Αξιόλογη είναι η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που πανηγυρίζει στις 7 Ιανουαρίου και το παλιό Δημοτικό σχολείο, το οποίο χτίστηκε το 1908 με δωρεά του ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού το οποίο έχει χαρακτηρισθεί «διατηρητέο μνημείο». Σημαντική εκδήλωση του χωριού αποτελεί το καρναβάλι που διοργανώνεται κάθε Καθαρή Δευτέρα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Καλύβια
Ο οικισμός Καλύβια είναι χτισμένος σε υψόμετρο 700 μέτρων. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Κοντά στον οικισμό, στην κορυφή Τουρκοφωλιά, λειτουργεί οργανωμένη πίστα απογείωσης αιωρόπτερων και αλεξίπτωτων πλαγιάς, που λειτουργεί ως πόλος έλξης για επισκέπτες και αθλητές από πολλές χώρες του κόσμου. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Καλύβια Αναλήψεως
Ο οικισμός Καλύβια Αναλήψεως είναι χτισμένος σε υψόμετρο 230 μέτρων. Σημαντικό μνημείο της περιοχής η Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος, κατά την εορτή του οποίου συρρέουν προσκυνητές από όλο το Νομό Λάρισας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Καρυά
Ο οικισμός της Καρυάς είναι χτισμένος σε υψόμετρο 900 μέτρων στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Ολύμπου. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία η οποία ευνοείται ιδιαίτερα από τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής, η οποία είναι πλούσια σε βοσκοτόπια, αλλά και με τη γεωργία και την υλοτομία στα πλούσια δάση του νότιου Ολύμπου. Η Καρυά φημίζεται για το άριστο κλίμα της και το εξαίσιο φυσικό περιβάλλον. Στην περιοχή υπάρχουν η Μονή Κανάλων (11ος αι.) με σημαντικές τοιχογραφίες, και η μονή Κλημάδων (σε απόσταση 6 χλμ. από την Καρυά και σε υψόμετρο 1150 μ.), σπουδαίο κέντρο γραμμάτων και προεπαναστατικής δράσης. Κοντά στο χωριό υπάρχει το αξιόλογο (αλλά ανεξερεύνητο) σπήλαιο Μοριά με σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Από την Καρυά διέρχεται το διεθνές μονοπάτι Ο2 που συνδέει τον Όλυμπο με το Πήλιο, και όπως είναι φυσικό, το χωριό αποτελεί ιδανική αφετηρία για ανάβαση στις κορυφές του Ολύμπου: Μεταμόρφωση (2699 μ.), Φράγκου Αλώνι (2677 μ.), Κακάβρακα (2618 μ.), Εννέα Πύργους (2450 μ.). Άλλες προτεινόμενες διαδρομές είναι: α) το διεθνές μονοπάτι Ο2 προς τον Όλυμπο (συναντά το ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4 που έρχεται από τον Κοκκινοπηλό), β) Καρυά – Καλλιπεύκη. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Καστράκι
Το Καστράκι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 245 μέτρων δίπλα στον ρου του ποταμού Ενιπέα. Το αρχικό (Τούρκικο) όνομα του χωριού όπως αναγράφεται στο αρχικό συμβόλαιο αγοράς του τσιφλικιού (1884) ήταν Κολοκλόμπασι, Κοκλόμπασι ή Κουκλόμπασι (αναφέρεται και με τις τρεις εκδοχές). Η ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι όμως ήταν το Κουκλόμπασι. Το 1957 μετονομάστηκαν πολλά χωριά του Νομού Λάρισας, έτσι έγινε και η αλλαγή του ονόματος του χωριού σε Καστράκιον (Καστράκι πλέον). Το νέο όνομα, οφείλεται σε λείψανα τειχών και θέσης ενός κάστρου, που βρέθηκαν σε ένα λόφο, σε απόσταση περίπου 3 χλμ. βόρεια του χωριού. Η αρχική πρόθεση των κατοίκων ήταν να ονομάσουν το χωριό «Νεράιδα» από το όνομα του βουνού που βρίσκεται ΝΑ του χωριού και το ονομάζουν «Νεραιδή». Το όνομα αυτό όμως είχε ήδη δοθεί από το 1927, σε διπλανό χωριό. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Κεφαλόβρυσο
Ο οικισμός του Κεφαλόβρυσου βρίσκεται δυτικά της Ελασσόνας και είναι χτισμένος σε υψόμετρο 250 μέτρων. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, με «σήμα κατατεθέν» τις περίφημες φράουλες και τα οπωροκηπευτικά. Ένας περίπατος δίπλα στη λίμνη Μάτι αλλά και στους παραποτάμους του Τιταρήσιου, τον Ξηριά και το Βούλγαρη θα αποζημιώσει τον επισκέπτη, χαρίζοντάς του μια υπέροχη αίσθηση ηρεμίας και αναζωογόνησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το υπό έρευνα σπήλαιο (προς το Παλαιόκαστρο) που ανακαλύφτηκε το Μαρτίου του 1995, με μήκος 1800 μ., γεμάτο μικρές λίμνες και σταλακτίτες – σταλαγμίτες που σχηματίζουν πρωτότυπες μορφές και σχήματα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Κιλελέρ
Το Κιλελέρ είναι γνωστό για την αιματηρή αγροτική εξέγερση στις 6 Μαρτίου 1910, όταν οι χωροφύλακες πυροβόλησαν εν ψυχρώ τους κολίγες οι οποίοι διεκδικούσαν να τους μοιραστούν τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας. Η εξέγερση στη συνέχεια επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές της Θεσσαλίας και θεωρείται ορόσημο στην επίλυση του αγροτικού ζητήματος της Ελλάδας. Το Κιλελέρ βρίσκεται στο θεσσαλικό κάμπο σε υψόμετρο 75 μέτρων. Στα νότια-νοτιοανατολικά του οικισμού βρίσκεται το ύψωμα «Τζαμί», με επίμηκες σχήμα και πεπλατυσμένη κορυφή. Σήμερα εκεί βρίσκεται το υδραγωγείο του χωριού. Κοντά στο χωριό βρίσκονται επίσης οι μαγούλες «Τσανάκα» και «Κυριακή» στα βόρεια-βορειοδυτικά, «Γρίβα» στα δυτικά-βορειοδυτικά και «Βρωμόπετρα» στα νότια. Το όνομα Κιλελέρ είναι τουρκικό. Ετυμολογικά παράγεται από την λέξη göl (γκιολ), που σημαίνει λίμνη, λάκκος, έλος. Παλαιότερα υπήρχαν πολλά έλη στην περιοχή. Ο πληθυντικός της λέξης είναι göleler (Κιολελέρ), και τελικά Κιλελέρ που σημαίνει ελώδης τόπος. Λερ και Λαρ είναι καταλήξεις πληθυντικού αριθμού ονομάτων στην τουρκική γλώσσα. Ο οικισμός από το 1919 μέχρι το 1985 ονομαζόταν Κυψέλη. Στην περιοχή έχουν ανασκαφεί οικισμοί της νεολιθικής εποχής και έχουν ανακαλυφθεί ευρήματα εκείνης της περιόδου. Στο ύψωμα «Τζαμί» βρέθηκε μυκηναϊκός λακκοειδής τάφος. Στον τάφο βρέθηκαν 5 μυκηναϊκά αλάβαστρα και χάντρες από ορεία κρύσταλλο. Το ύψωμα Τζαμί πήρε το όνομά του από το τζαμί που ήταν κατασκευασμένο εκεί. Σήμερα σώζονται μόνο μερικά ερείπια. Ο Αργύρης Φιλιππίδης στο έργο του Μερική Γεωγραφία, το οποίο γράφηκε το 1815, αναφέρει ότι στο Κιλελέρ υπήρχαν 30 σπίτια Χριστιανών και 10 Μουσουλμάνων (Τούρκων), οι οποίοι όμως παλιότερα ήταν περισσότεροι, γι’ αυτό και στην περιοχή κατασκευάστηκε τζαμί. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Κλεισούρα
Ο οικισμός της Κλεισούρας βρίσκεται βορειοδυτικά της Ελασσόνας, αναπτύσσεται σε υψόμετρο 520 μέτρων. Πρόκειται για έναν αραιοκατοικημένο οικισμό και οι λιγοστοί κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Εκκλησία του χωριού είναι ο Ιερός Ναός Πέτρου και Παύλου (1959) που χτίστηκε με ενέργειες των απόδημων κατοίκων. Ωστόσο, ερχόμενος ο επισκέπτης θα θαυμάσει άφθονες ομορφιές στη φύση του χωριού και η θέα της γύρω περιοχής θα τον αποζημιώσει και θα τον γαληνέψει. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Κοκκινόγη
Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 540 μέτρων, στις απολήξεις του Ολύμπου. Οι κάτοικοι του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το χωριό κατά τους Οθωμανικούς χρόνους ήταν τσιφλίκι με την ονομασία Δεμιράδες. Στα μέσα του 18ου αιώνα χτίστηκε βορειοδυτικά του χωριού η μονή του Αγίου Αντωνίου, η οποία άκμασε στις αρχές του 19ού αιώνα και έγινε σταυροπηγιακή. Σύμφωνα με την παράδοση στη μονή λειτούργησε ως κρυφό σχολείο την περίοδο της Τουρκοκρατίας και κατά τους Βαλκανικούς πολέμους μετατράπηκε σε στρατιωτική νοσηλευτική μονάδα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Κοκκινοπηλός
Ο Κοκκινοπηλός είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.150 μέτρων. Από τον οικισμό διέρχεται το ευρωπαϊκό μονοπάτι μεγάλων διαδρομών Ε4 και οι ορειβάτες – πεζοπόροι – φυσιολάτρες που θα το πορευτούν στις πλαγιές του Ολύμπου μπορούν να επισκεφτούν το μαγευτικό ρέμα της Σταλαγματιάς (γεμάτο έλατα και μαυρόπευκα), όπως και να κατευθυνθούν προς τη θέση Ρόνα για θαυμάσια θέα όλου του κάμπου, καθώς και να αγναντέψουν τις ψηλότερες κορυφές του Ολύμπου από την κορυφή Βουλγάρα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Κρανιά
Χαρακτηρισμένη ως παραδοσιακός οικισμός η Κρανιά, έχει αναγεννηθεί από τις στάχτες της πολλές φορές (Τούρκοι και Γερμανοί κατακτητές). Οι κάτοικοι έχουν επιδείξει δύναμη ψυχής, καθώς έχουν καταφέρει να προοδεύσουν και να διατηρήσουν την παράδοση σε σημαντικό βαθμό. Αγαπημένος προορισμός καλοκαιρινών διακοπών, χαρίζει πανοραμική θέα ως τη Χαλκιδική κατέχοντας μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά όλων όσοι την επισκέπτονται. Χορταίνει η ματιά πράσινο από τα πλατάνια, θαλασσί του Αιγαίου, λευκό από τις χιονισμένες κορυφές του Κισσάβου και μοναδική απόλαυση της χρωματικής παλέτας που εμφανίζεται στον ουρανό στο καλωσόρισμα της κάθε μέρας. Παραδοσιακή πλατεία, μοναδικής ομορφιάς εκκλησίες με ιστορία και σημαντικά κειμήλια. Στο υπαίθριο θέατρο που βρίσκεται στο Χοροστάσι στην άκρη του χωριού, φιλοξενούνται κάθε καλοκαίρι σημαντικές παραστάσεις και πολιτιστικά δρώμενα. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Κυψελοχώρι
Το Κυψελοχώρι βρίσκεται σε υψόμετρο 95 μέτρα. Δυτικά του είναι η Βιομηχανική Περιοχή Λάρισας και περνάει η Σιδηροδρομική γραμμή Πειραιά-Θεσσαλονίκης ενώ ανατολικά το Συκούριο. Αναφέρεται επίσημα, μετά την ένωση της Θεσσαλίας, με το παλιό του όνομα από την τουρκοκρατία ως Μπαλτζί το 1883 και το 1940 μετονομάστηκε σε Κυψελοχώριον. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Λιβάδι
Ο οικισμός του Λιβαδίου είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.200 μέτρων στις πλαγιές του Τιτάριου. Διατηρεί τη γραφικότητα του και τις παραδόσεις του που τις έλκει από τη βλάχικη καταγωγή των κατοίκων του. Στη δεκαετία του 50 και παλαιότερα, το Λιβάδι ήταν ένα από τα σημαντικότερα παραθεριστικά κέντρα της Θεσσαλομακεδονίας, γνωστό για το υγιεινό του κλίμα και την αγνότητα των προϊόντων του. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει στο Λιβαδι, τα λιθόστρωτα δρομάκια, τον αιωνόβιο πλάτανο και τη βρύση με το κρυστάλλινο νερό στην πλατεία, να επισκεφθεί το σπίτι του Γεωργάκη Ολύμπιου που λειτουργεί ως μουσείο. Αξιόλογα φυσικά σημεία είναι η Σαπκά που μαγεύει τον επισκέπτη, χειμώνα καλοκαίρι, τα Στουρνάρια μια θαυμάσια περιοχή κοντά στο Χαϊδάρι με πανύψηλες οξιές, εξαιρετικό νερό, ποικίλη βλάστηση και ονειρώδη ξέφωτα. Τα πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα στο Καστρί με το χριστιανικό ναό και το περίφημο ψηφιδωτό τοποθετούν τις χριστιανικές λατρευτικές δραστηριότητες των κατοίκων στην πρωτοβυζαντινή εποχή. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Λουτρό
Το Λουτρό ή Λουτρός είναι χτισμένο σε υψόμετρο 740 μέτρων, στα Καμβούνια όρη. Οι κάτοικοι του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Υπάρχουν ίχνη κατοίκησης στην περιοχή από τον 6ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια των Οθωμανικών χρόνων το χωριό ήταν έδρα κλεφτών και αρματολών. Στο χωριό βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου, του 1820, και το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Ανήμερα της Αγίας Παρασκευής, στις 26 Ιουλίου, διοργανώνεται πανηγύρι. Το χωριό περιβάλλεται από δάσος ελάτων. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Λόφος Φαρσάλων
Ο Λόφος μέχρι το 1957 ονομαζόταν Παζαρλάδες. Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 540 μέτρων, στις απολήξεις του Ολύμπου. Οι κάτοικοι του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι Παζαρλάδες ή Παζαρλή κατά τους Οθωμανικούς χρόνους ήταν τσιφλίκι. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, στο χωριό εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες κυρίως από την περιοχή του Πόντου, και συγκεκριμένα τα Σορχούν, κοντά στην Νεοκαισάρεια, και Τάζου, και από τους Φιλιππαίους Γρεβενών. Το χωριό από το 1927 μέχρι το 1935 ονομαζόταν Κάτω Φιλιππαίοι. Στο χωριό λειτουργεί σχολικό και λαογραφικό μουσείο, το οποίο στεγάζεται στο κτίριο του δημοτικού σχολείου. Ο ενοριακός ναός του χωριού είναι αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο, ο οποίος αναγέρθηκε το 1930. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Λυκούδι
Το Λυκούδι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 410 μέτρων και οι κάτοικοι του ασχολούνται με τη γεωργία και συγκεκριμένα την καλλιέργεια σιτηρών και καπνού, και την κτηνοτροφία, με αιγοπρόβατα ελευθέρας βοσκής. Το Λυκούδι έχει ταυτιστεί με το χωριό Λακίδε που αναφέρεται σε κατάστιχο του 1454. Το χωριό αυτό βρισκόταν στη Μπιτσέρια και οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν στη θέση του σημερινού χωριού το 18ο αιώνα. Το 1874 άρχισε να λειτουργεί στο Λυκούδι σχολείο. Το 1912, μετά τη μάχη του Σαρανταπόρου, η περιοχή έγινε τμήμα της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της κατοχής το χωριό ήταν έδρα αντιστασιακών και βρετανικών ταξιαρχών και έτσι πυρπολύθηκε το 1943 από τις κατοχικές δυνάμεις. Ο πληθυσμός του χωριού άρχισε να μειώνεται μετά τη δεκαετία του 1960. Οι ναοί της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Γεωργίου έχουν χαρακτηριστεί ιστορικά διατηρητέα μνημεία. Ο ναός της Αγίας Παρασκευής είναι τρίκλιτη βασιλική με δίρριχτη στέγη, η οποία φέρει αποτμήσεις στην ανατολική και στην δυτική πλευρά. Χρονολογείται στο τέλος του 18ου αιώνα. Στο ναό σώζεται τμήμα από το παλαιό τέμπλο καθώς και το βημόθυρό του. Βορειανατολικά του ναού υπάρχει κωδωνοστάσιο. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται λίγο έξω από το χωριό και χτίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι μονόκλιτη βασιλική με ημικυκλική κόγχη στην ανατολική πλευρά. Εσωτερικά, από το αρχικό τέμπλο του ναού σώζεται το επιστήλιο, 15 εικονίδια του τέμπλου και μια δεσποτική εικόνα, οι οποίες χρονολογούνται στο α’ ήμισυ του 19ου αιώνα. Στο χωριό σώζεται επίσης η βρύση του Τσάρα, η οποία χτίστηκε στο τέλος του 18ου αιώνα. Στο χωριό σώζονται και μερικά από τα παραδοσιακά πετρόκτιστα κτίρια της περιοχής. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μαγούλα
Ο οικισμός Μαγούλα είναι χτισμένος σε υψόμετρο 150 μέτρων. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με τη γεωργία (κυρίως καλλιέργεια καπνού) και την κτηνοτροφία. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Μακρυχώρι
Βρίσκεται χτισμένο απέναντι ακριβώς από την κορυφή του Κισσάβου, στους πρόποδες της ανατολικής πλευράς του βουνού Καρακόπετρα και σε υψόμετρο 110 μέτρων. Το χωριό ήταν κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα πριν τους Βαλκανικούς πολέμους, κατά τους οποίους και αποτέλεσε πέρασμα ανεφοδιασμού του ελληνικού στρατού. Κατά την διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής, ανατολικά και νότια της σημερινής θέσης του οικισμού υπήρχαν μκροί οικισμοί τα ερείπια των οποίων υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Οι οικισμοί αυτοί ήταν: το Προσήλιο, το Βερνέρι, το Ραχμάνι και το Καρασλάρ.. Το 1786 στη Θεσσαλία εισήλθε ο Αλή πασάς. Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του απέκτησε μεγάλη περιουσία η οποία αποτελούνται από 935 τσιφλίκια, ανάμεσα τους και το Μακρυχώρι. Το ελληνικό στοιχείο δεν ήταν έντονο στην περιοχή κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής. Οι Έλληνες έρχονταν από ορεινά χωριά για να υπηρετήσουν ως χουσμικιάρηδες (υπηρέτες) δηλαδή στους Τούρκους, καθώς οι Τούρκοι δεν ασχολούνταν με αυτά τα επαγγέλματα. Ο πόλεμος του 1897, οι συγκρούσεις που ακολούθησαν, η υποχώρηση του ελληνικού στρατού και τελικά η επαναπροσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα, είχε σαν αποτέλεσμα οι Τούρκοι κάτοικοι της περιοχής να την εγκαταλείπουν με γοργούς ρυθμούς και να πουλάνε τις περιουσίες τους στους «χουσμικιάρηδες». Την εποχή αυτή, πολλοί Τούρκοι είχαν εγκατασταθεί στην άλλη πλευρά των συνόρων, ωστόσο περνούσαν τα σύνορα και έρχονταν στην περιοχή για να πουλήσουν τις περιουσίες τους. Το Μακρυχώρι ήταν από τα τελευταία ελληνικά χωριά της περιοχής μέχρι το 1912. Πάνω στην κορυφογραμμή της Καρακόπετρας υπάρχουν παλιά οχυρωματικά έργα, στρατώνες, πολυβολεία και δρόμοι από τους οποίους Στρατός ανέβαζε τ’ άρματα, ιδιαίτερα κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, επειδή βόρεια του χωριού, στην νότια πλευρά του Ολύμπου, ήταν τα ελληνοτουρκικά σύνορα από το 1881 μέχρι το 1912. Τέλος τα τελευταία χρόνια με τα μεγάλα έργα οδοποιίας της περιοχής αποκαλύφτηκε από τους Αρχαιολόγους δίπλα από τον κόμβο Μακρυχωρίου, μία διπλή αμυντική τάφρος λαξευμένη στην περιφέρεια προϊστορικής τούμπας, εύρημα και αυτό της Νεολιθικής περιόδου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μεγάλο Ελευθεροχώρι
Το Μεγάλο Ελευθεροχώρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 420 μέτρων, στις πλαγιές των ορέων του Ζάρκου. Κοντά στο Μεγάλο Ελευθεροχώρι εικάζεται ότι βρισκόταν ο αρχαίος οικισμός της Περραιβίας Ερεικίνιο. Ο σημερινός οικισμός οφείλεται το όνομά του στην εξής παράδοση: στην περιοχή κατά τους βυζαντινούς χρόνους βρίσκονταν καλλιεργητές που δεν ήταν καταχωρημένοι στα φορολογικά κατάστοιχα και στα πρακτικά των γαιοκτημόνων και έτσι αναφέρονταν ως «ελεύθεροι». Το χωριό ήταν το πρώτο που προσαρτήθηκε από την Ελλάδα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, στις 5 Οκτωβρίου 1912. Σήμερα οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με τη γεωργία, κυρίως καπνού, και την κτηνοτροφία. Στην περιοχή βρίσκονται ο ναός του Αγίου Νικολάου, με ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1776, και η μονή Παναγίας Τσούμας, η οποία χτίστηκε το 1765. Στο χωριό βρίσκονται η Κάτω Βρύση και η Βρύση του Χαρίση. Γύρω από το χωριό σώζονται ερείπια των οριοθετικών σταθμών, από όταν στην περιοχή βρίσκονταν το 1881 τα σύνορα Ελλάδας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην περιοχή Κούτρα βρίσκεται σπήλαιο και επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει το δάσος του Άη Λια. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μεγάλο Μοναστήρι
Το Μεγάλο Μοναστήρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 120 μέτρων και μέχρι το 1911 ονομαζόταν Σαρασλάρ. Στην περιοχή γύρω από το Μεγάλο Μοναστήρι εντοπίστηκε σε διάφορες θέσεις αριθμός παλαιολιθικών λίθινων εργαλείων και απολεπίσματα, τα οποία δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια κατασκευής των εργαλείων. Τα ευρήματα χρονολογήθηκαν ότι φτιάχτηκαν 200.000 με 400.000 χρόνια πριν. Πιθανόν στην περιοχή να υπήρχε εργαστήριο παραγωγής τέτοιων εργαλείων. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μεσοχώρι
Το Μεσοχώρι στο παρελθόν ονομαζόταν Μυλόγουστα. Το όνομα αναφέρεται στην παρουσία νερόμυλων, οι οποίοι ανήκαν στην Ρωμαία Αυγούστα. Υπολείμματα των μύλων σώζονται ανάμεσα στο Δομένικο και στο Μεσοχώρι. Στις 16 Φεβρουαρίου 1943, 12 άντρες από το Μεσοχώρι, μαζί με 118 από το Δομένικο και 5 από το Δαμάσι εκτελέστηκαν ομαδικώς από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής. Σήμερα οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται με τη γεωργία, κυρίως καπνού και την κτηνοτροφία. Ο κεντρικός ναός του χωριού είναι αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο. Ο ναός εμφάνισε σημαντικές ρωγμές από το σεισμό του 2021 που έπληξε την περιοχή. Άλλοι ναοί του χωριού είναι ο ναός του Αγίου Νικολάου, του 1830, ο ναός της Αγίας Σοφίας και ο ναός της Αγίας Τριάδας. Στο χωριό διεξάγεται πανηγύρι της Αγίας Τριάδας. Στη θέση Βρυζόστι βρίσκονται νερόμυλοι. Η γέφυρα που ενώνει το Μεσοχώρι με το Βλαχογιάννι χτίστηκε επί γερμανικής κατοχής. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Μηλέα
Ο οικισμός Μηλέα είναι χτισμένος σε υψόμετρο 590 μέτρων. Οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, όμως υπάρχουν και κάποιες πρωτοποριακές βιολογικές καλλιέργειες, από τις οποίες παράγονται εξαίρετα προϊόντα όπως τα βιολογικά κρασιά (τα οποία αποτελούν πόλο έλξης επισκεπτών και αγοραστών). Αξιόλογος χώρος επίσκεψης και αναψυχής είναι το άλσος Μπιτουράχη, το οποίο διαθέτει τρεις βρύσες και απλόχερη θέα προς τον Όλυμπο, όπως και η πέτρινη βρύση με το γάργαρο νερό στη θέση Γκιλιαβέλης. Επίσης, στη θέση Γκάτα υπάρχει επισκέψιμος προϊστορικός χώρος. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Μικρό Ελευθεροχώρι
Το Μικρό Ελευθεροχώρι (παλιά ονομασία Λευτεροχωράκι) βρίσκεται βορειοανατολικά της Ελασσόνας και είναι χτισμένος σε υψόμετρο 500 μέτρων. Οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Αξίζει να επισκεφτεί κανείς τον Ενοριακό Ναό της Αγίας Παρασκευής (1855) και το μικρό ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, καθώς και το πανέμορφο πευκοδάσος 35 στρεμμάτων, στη θέση Τούμπανος. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Νάματα
Τα Νάματα πρωτοκατοικήθηκαν το 1880 από Έλληνες. Οφείλει την ονομασία του στην αρχαία λέξη νάμα που σήμαινε καθαρό νερό, καθώς το υδραγωγείο του χωριού ήταν φημισμένο για την καλή ποιότητα νερού που παρείχε. Σήμερα δεν λειτουργεί, για διάφορους λόγους. Παλαιότερα τα Νάματα βρεχόντουσαν από τη λίμνη Κάρλα με τα μεγάλα ψάρια της τα οποία ονομαζόταν καρλίσια ή ζαζάνια. Η περιοχή που βρεχόταν από τη λίμνη Κάρλα αποξηράνθηκε το έτος 1955 και οι γεωργικές εκτάσεις που βρίσκονται σήμερα στα εδάφη της παλιάς λίμνης παρουσιάζουν μεγάλη περιεκτικότητα σε αλάτι. Στην περιοχή γύρω από το χωριό υπήρχε αεροδρόμιο των Άγγλων όπου στάθμευαν και μικρά στρατεύματα και πήγαιναν όπου χρειαζόταν βοήθεια στις γύρω περιοχές. Το 1940 ήρθαν οι Γερμανοί μαζί με τους συμμάχους τους, τους Ιταλούς και κατέλαβαν το αεροδρόμιο. Το 1943 οι Άγγλοι ξαναγύρισαν και συμμάχησαν με το αντάρτικο σώμα της περιοχής. Το 1944 οι Γερμανοί και οι Ιταλοί έφυγαν από την περιοχή. Ακόμη όμως και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια από τη λήξη του πολέμου, υπάρχουν θαμμένες μέσα στα χωράφια γερμανικές βόμβες. Στο κέντρο του χωριού υπάρχει μια μικρή πλατεία η οποία κυρίως το καλοκαίρι, όταν αρκετοί κάτοικοι επιστρέφουν στο χωριό, γεμίζει κόσμο. Το Πάσχα, στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, προστάτη του χωριού, πολλοί είναι οι κάτοικοι των διπλανών χωριών αλλά και παλαιότεροι κάτοικοι των Ναμάτων που δε μένουν πια στο χωριό που έρχονται να τιμήσουν τον Άγιο ο οποίος λέγεται ότι είναι θαυματουργός. Υπάρχουν δύο εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου. Η παλαιότερη και πιο μικρή δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς κατασκευάστηκε – φημολογείται το έτος 1512- αλλά υπολογίζεται γύρω στην περίοδο της τουρκοκρατίας ενώ η πιο καινούρια χτίστηκε μέσα στην τελευταία εικοσαετία. Γύρω από το χωριό, μέσα στα χωράφια, υπάρχει μια μικρή πέτρινη γέφυρα με δύο καμάρες και ένα παλιό πηγάδι ενώ υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα όπως κεραμικά σκεύη και άλλα. Οι κάτοικοι των Ναμάτων έχουν ως κύρια απασχόληση τους την καλλιέργεια μεγάλων φυτών όπως είναι το βαμβάκι, σε μεγάλη κλίμακα, αλλά και πολλών άλλων φυτών όπως είναι τα ζαχαρότευτλα, το καλαμπόκι, το τριφύλλι, το σιτάρι και σε μικρότερη κλίμακα φυτά όπως η τομάτα, οι πατάτες και τα μπιζέλια. Παράλληλα με την καλλιέργεια των παραπάνω φυτών, κάποιοι από τους κατοίκους ασχολούνται επίσης και με την κτηνοτροφία. Για τις αρδευτικές ανάγκες των χωραφιών υπάρχουν σήμερα δύο μεγάλες τεχνητές λίμνες. Η μία υπάρχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια ενώ η δεύτερη κατασκευάστηκε πρόσφατα. Την άνοιξη, όταν δηλαδή οι λίμνες είναι ακόμη γεμάτες με νερό, καθώς οι αρδευτικές ανάγκες δεν είναι ακόμη τουλάχιστον σχετικά μεγάλες και εξαιτίας των συχνών ανέμων που πνέουν στην περιοχή, αποτελούν πόλο έλξης, για λιγοστούς λάτρεις της ιστιοπλοΐας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Νέσσωνας
Ο Νέσσωνας βρίσκεται βορειοανατολικά από τη Λάρισα, σε υψόμετρο 95 μέτρα. Κοντά και νότια του χωριού είναι η γνωστή από την αρχαιότητα λίμνη Νεσσωνίς (η λεγόμενη Μαυρολίμνη ή Καρατσαΐρ) και η αρχαία πόλη Νέσσων, από την οποία πήρε το όνομα ο πρώην Δήμος της περιοχής. Ο Νέσσων ήταν γιος του Θεσσαλού, απ’ όπου και η ονομασία της Θεσσαλίας ως Νεσσωνίς. Αναφέρεται επίσημα, μετά την ένωση της Θεσσαλίας, με το παλιό του όνομα από την τουρκοκρατία ως Τζαμί (λόγω της ύπαρξης ενός τζαμιού). Το 1932 μετονομάστηκε σε Νέσσων. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Όσσα
Πάρκα με πεύκα συμπληρώνουν το ήδη καταπράσινο σκηνικό του χωριού που βρίσκεται στους πρόποδες του Κισσάβου. Δύο πύργοι από την εποχή της τουρκοκρατίας «κούλια» υπογραμμίζουν την προέλευση της τουρκικής ονοματοδοσίας του μικρού χωριού που σήμαινε «φρούριο του στρατοπέδου». Φρουροί και στην είσοδο της Όσσας, δύο μεγαλοπρεπή υπεραιωνόβια κυπαρίσσια, ως σήμα κατατεθέν. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Παλαιόκαστρο
Ο οικισμός του Παλαιοκάστρου βρίσκεται νοτιοδυτικά της Ελασσόνας και αναπτύσσεται σε υψόμετρο 210 μέτρων. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την γεωργία (καλλιέργεια ελιάς) και την κτηνοτροφία. Σύμφωνα με τους νεότερους ιστορικούς, το Παλαιόκαστρο είναι χτισμένο στα ερείπια της αρχαίας πόλης Μονδαία. Τα ερείπια των δύο μεγάλων κάστρων που σώζονται μέχρι σήμερα, μαρτυρούν την ιστορικότητα του Παλαιόκαστρου. Η συγκεκριμένη περιοχή έχει χαρακτηριστεί και επίσημα ως αρχαιολογικός χώρος. Το 1995 στην περιοχή του Παλαιόκαστρου (προς το Κεφαλόβρυσο) ανακαλύφτηκε σπηλαιοβάραθρο, πλούσιο σε σταλακτίτες και σταλαγμίτες και έτοιμο για διερεύνηση από σπηλαιολόγους, με σκοπό τη μελλοντική αξιοποίησή του προς όφελος της περιοχής. Φτάνοντας στο χωριό, μπορεί κανείς να θαυμάσει τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια του (19ου αι.), ενώ ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι και το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου σε απόσταση 1,5 έως 2 χλμ. από τον οικισμό, άξιο προς ανακατασκευή και προβολή. Ακόμα, μπορεί κανείς να χαρεί έναν φυσιολατρικό περίπατο, δεδομένου ότι το χωριό είναι χτισμένο στη συμβολή των ποταμών Τιταρήσιου και Ξηριά. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Παλαιόμυλος
Ο Παλαιόμυλος είναι χτισμένος σε υψόμετρο 245 μέτρων. Μέχρι το 1927, ονομαζόταν Ιναλί. Ο Παλαιόμυλος αποτελεί το τελευταίο χωριό του Νομού Λάρισας προς την ανατολική του πλευρά, μόλις 1 χλμ. από τα όριά του με το Νομό Μαγνησίας. Ασχολίες των κατοίκων του χωριού, είναι κυρίως η γεωργία και η κτηνοτροφία. Το χωριό διάθετει πάρα πολύ πράσινο, όπως ιτιές, βελανιδιές και πεύκα. Η περιοχή έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, NATURA. Σημαντικό αξιοθέατο στον Παλαιόμυλο, θεωρείται το ερειπωμένο «κονάκι του Βασιλείου», δηλαδή η κατοικία του τσιφλικά και ιδιοκτήτη των αγροτικών εκτάσεων της περιοχής επί Τουρκοκρατίας. Έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο και αποτελεί αξιόλογο αντιπροσωπευτικό δείγμα της αρχιτεκτονικής των τσιφλικόσπιτων, των αρχών του 20ου αιώνα στη Θεσσαλία. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Παραπόταμος
Όπως το λέει και το όνομά του, ο Παραπόταμος βρίσκεται δίπλα στο ποτάμι αφουγκράζονται τις μεταβολές του. Έως το 1912, είχε ταχθεί να φυλάει «Θερμοπύλες» ως το τελευταίο ελληνικό χωριό στα σύνορα με την Τουρκία. Με το πέρασμα του χρόνου, το όνομά του άλλαξε, όπως και των περισσοτέρων στην περιοχή. Στην ειδυλλιακή τοποθεσία, άπλωναν οι κτηνοτρόφοι τα κοπάδια τους και οι φωνές αλλά και τα καμπανάκια των ζώων χρωμάτιζαν τη σιωπή της φύσης σε χαρούμενους τόνους. Οι κάτοικοι εκτός από την κτηνοτροφία, καλλιεργούν τη γη και εισπράττουν καρπούς όπως τις ελιές, ξεχωριστής νοστιμιάς. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Πετρωτό
Ο οικισμός Πετρωτό είναι χτισμένος σε υψόμετρο 530 μέτρων. Είναι σχετικά αραιοκατοικημένος μικρός αγροτικός οικισμός, του οποίου οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Πλατανούλια
Τα Πλατανούλια (παλιά ονομασία Τσαταλάρ) πήραν το σημερινό τους όνομα από τα πολλά πλατάνια που υπήρχαν στην περιοχή. Σήμερα οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το δάσος Ρουμάνι (Ρουμάνι είναι ο χαρακτηρισμός για το πυκνό δάσος). Το μοναδικό παραπήνειο δάσος από φυσική επιλογή με βελανιδιές, κουτσουπιές, καραγάτσια και λεύκες. Στο δάσος (400στρμ) υπάρχει πλούσια χλωρίδα και πανίδα με πολλά είδη τα οποία δεν έχουν καταγραφεί. Πανηγυρικές εκδηλώσεις γίνονται στις 10 Φεβρουαρίου του Αγίου Χαραλάμπους. Σε απόσταση 2χλμ από το χωριό, προς τον Πηνειό ποταμό υπάρχει αλσύλιο έκτασης 500στρ, που λειτουργεί ως χώρος αναψυχής. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τυρνάβου)
Πλατύκαμπος
Ο Πλατύκαμπος απέχει 10 χλμ από τη Λάρισα. Οι κάτοικοί του Πλατυκάμπου είναι αγρότες, εργάτες και υπάλληλοι. Οι αγρότες του χωριού καλλιεργούν βαμβάκι, σιτάρι, καλαμπόκι, τριφύλλι αλλά περισσότερο γνωστός ο τόπος είναι για τα σκόρδα που παράγει. Το χωριό πανηγυρίζει στις 10 Φεβρουαρίου (ημέρα μνήμης του Αγίου Χαραλάμπους) και στις 8 Μαΐου (ημέρα μνήμης των εγκαινίων του Ιερού Ναού του Αγίου Χαραλάμπους) με εκκλησιασμό και εκδηλώσεις. Νεολιθικοί οικισμοί και ευρήματα της κλασικής εποχής βρέθηκαν στη γύρω περιοχή, ενώ μέσα στο χωριό σώζεται τούρκικο κτίσμα (λουτρό). Το ρέμα Ασμάκι κυλά κοντά στο χωριό, ενώ ο ταμιευτήρας νερού, που υπάρχει στην περιοχή, είναι κατάλληλος για ψάρεμα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Πολυδάμειο
Το Πολυδάμειο βρίσκεται ανατολικά της πόλης των Φαρσάλων, σε υψόμετρο 277 μέτρων. Η πλειοψηφία των κατοίκων ασχολείται με την γεωργία και ελάχιστοι με την κτηνοτροφία. Η κύρια καλλιέργεια που παράγει, είναι σιτηρά, βαμβάκι και καλαμπόκι. Η παλαιά ονομασία του χωριού μέχρι το 1933, ήταν Καραμπαϊράμ[3] (στην τουρκική γλώσσα σημαίνει Μαύρο Πάσχα). Στο Πολυδάμειο σώζονται ιστορικά μνημεία όπως η τοξωτή γέφυρα στη θέση Πλατάνια, η αρχαία βρύση του 18ου αιώνα που ανακαινίστηκε πρόσφατα, το εκκλησάκι των Αγίων Αντωνίου και Ιωάννη του Θεολόγου και το διθέσιο Δημοτικό Σχολείο που έχει πάψει να λειτουργεί. Στο χωριό βρίσκεται επίσης ο Ιερός Ναός Γεννήσεως της Θεοτόκου, που πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Πουρνάρι
Ένα ακόμη μικρό χωριό στους πρόποδες του Κισσάβου, συμπληρώνει το κέντημα γύρω του. Στην κορυφή βρίσκεται το Παλιόκαστρο, φέροντας τεκμήρια από τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους. Μέχρι το 1881 που απελευθερώθηκε η Θεσσαλία ήταν και το Πουρνάρι, μαζί με τα άλλα χωριά της πεδιάδας του Συκουρίου, Τουρκοχώρι. Το όνομα του όμως δεν άλλαξε, γεγονός που σημαίνει ότι ήταν χωριό με περισσότερους Έλληνες χριστιανούς. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Πραιτώρι
Το Πραιτώρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 220 μέτρων. Η ιστορία του χωριού χάνεται στα βάθη των αιώνων από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στην περιοχή λειτουργούσαν τα Πραιτωριανά Ρωμαικά Δικαστήρια όπου εκτελούνταν ληστές, κακοποιοί και παράνομοι που συλλαμβάνονταν και δικάζονταν. Αποτέλεσε τούρκικο τσιφλίκι του Αλή Πασά αλλά με φυσικό τρόπο εξαιτίας των χειμάρρων μοιράστηκε στην μέση σε βόρειο και νότιο τμήμα. Έτσι το βόρειο κατέληξε στους Τούρκους μπέηδες και το νότιο στον μεγαλοκτηνοτρόφο Χατζημπύρο και την οικογένειά του. Όταν η Ελλάδα βγήκε από την περίοδο της Τουρκοκρατίας το χωριό κατά κάποιο τρόπο ενώθηκε ξανά ύστερα από απαίτηση των κατοίκων του και αποφασίστηκε να πάρει την ονομασία «Πρατώρι». Υπάρχουν στο χωριό το μνημείο πεσόντων, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής και το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Επίσης ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το αρχοντικό του Μάντζαρη και πολλά ακόμα ιστορικά σημεία από την εποχή της Τουρκοκρατίας, ενώ αξίζει μια βόλτα στο πανέμορφο πλατανόδασος δίπλα στο ποτάμι αλλά και στη περιοχή Καραμούρτης στα βόρεια του χωριού, όπου υπάρχει ένας υπέροχος φυσικός καταρράκτης. Οι κάτοικοι του Πραιτωρίου ασχολούνται με την κτηνοτροφία, τη γεωργία αλλά και το ελεύθερο επάγγελμα σε καφενεία, παντοπωλεία, πριστήριο ξυλείας, παραδοσιακό φούρνο, θεριζοαλωνιστικά συγκροτήματα. Το πανηγύρι του χωριού πραγματοποιείται κάθε χρόνο στις 26 και 27 Ιουλίου τιμώντας έτσι το εξωκκλήσι του χωριού αλλά και τον προστάτη του Άγιο Παντελεήμονα. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Πύθιο
Το Πύθιο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 550 μέτρων σε καίρια θέση των παρυφών του Ολύμπου, στην είσοδο των στενών της Πέτρας. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η περιοχή είναι γνωστή από τα χρόνια του Ομήρου και ερείπια της αρχαίας εκείνης πόλης βρέθηκαν γύρω από το λόφο των Αγίων Αποστόλων. Το αρχαίο Πύθιο, μαζί με την Άζωρο και τη Δολίχη, αποτελούσαν, πριν από 6.000 χρόνια, την Περραιβική Τριπολίτιδα. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως ναό του Ποσειδώνα και ναό του Πυθίου Απόλλωνα. Ο οικισμός έχει σημαντική παρουσία και στα βυζαντινά χρόνια, όπως αποδεικνύουν τα ασκηταριά που σώζονται σε σπηλιές κοντά στον οικισμό. Το Πύθιο διαρρέει το ρέμα Κοντολάκι και τέσσερα πολύ παλιά πέτρινα γεφύρια (από τα οποία μόνο το ένα σώζεται σε άριστη κατάσταση) συνδέουν τις όχθες του. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Πυργετός
Ο Πυργετός βρίσκεται στους ανατολικούς πρόποδες του Κάτω Ολύμπου, σε υψόμετρο 140 μέτρα και έχει θέα τόσο προς τον κάμπο του και το Δέλτα του Πηνειού, όσο και τη θάλασσα στο νότιο Θερμαϊκό, τη Χαλκιδική μέχρι τον Άθω καθώς και τον Κίσσαβο (Όσσα). Το σύμπλεγμα των ορέων του Κάτω Ολύμπου και της Όσσας έχουν χαρακτηριστεί ως βιότοπος Corine, ενώ η κοντινή περιοχή του Δέλτα του Πηνειού είναι χαρακτηρισμένος βιότοπος Natura και Corine. Πυκνή βλάστηση καρποφόρων δέντρων, μικρά αλσύλλια και θάμνοι περιστοιχίζουν το χωριό. Στη θέση Λειβάδι υπάρχουν υπολείμματα γέφυρας Ενετικής κατασκευής που από το 1726 διευκόλυνε τη μετάβαση ανθρώπων και εμπορευμάτων πάνω από τον Πηνειό ποταμό. Οι κάτοικοι του Πυργετού ασχολούνται με την γεωργία (ζαχαρότευτλα, ηλιόσπορο, καλαμπόκι, σιτάρι, ακτινίδια, αμπέλια, ελαιώνες) και την κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα και λίγα βοοειδή). Υπάρχουν επίσης οικοδόμοι, ελεύθεροι επαγγελματίες (έμποροι και τεχνίτες) και υπάλληλοι. Στο κέντρο του χωριού βρίσκεται ο ανδριάντας του Μαρίνου Αντύπα. Από τον Πυργετό κατάγεται ο συνθέτης και κλαριντζής Βάιος Μαλλιάρας, ο οποίος ηχογράφησε περισσότερα από 2.000 δημοτικά τραγούδια, και προς τιμή του η κεντρική πλατεία του χωριού πήρε το όνομά του. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ραψάνη
Η Ραψάνη βρίσκεται στους πρόποδες του Κάτω Ολύμπου, σε υψόμετρο 500 μέτρων, επάνω από τη γραφική κοιλάδα των Τεμπών, με πανοραμική θέα στο Αιγαίο Πέλαγος. Ιδρύθηκε ενδεχομένως το 10ο αι. από τη συνένωση χωριών με το όνομα Ολυμπιάδες. Η Ραψάνη είναι ένας ιστορικός οικισμός του Κάτω Ολύμπου, για τον οποίο οι γραπτές πηγές ξεκινούν από το 15ο αιώνα, με βάση τα οθωμανικά αρχεία, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής. Αναφέρεται για πρώτη φορά στην απογραφή του 1425, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ιδρύεται την εποχή αυτή. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για βυζαντινό οικισμό, όπως διαφαίνεται από την εξέταση του ονόματός του, υπόθεση στην οποία συνηγορούν τα αρχαιολογικά στοιχεία (κεραμική και μεσοβυζαντινό θωράκιο) τα οποία βρέθηκαν παλαιότερα στη Μονή των Αγίων Θεοδώρων. Στους επόμενους αιώνες ο οικισμός γνωρίζει συνεχόμενη ανάπτυξη, την οποία μπορούμε να παρακολουθήσουμε από τα οθωμανικά κατάστιχα και είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή το 16ο αιώνα, οπότε ο πληθυσμός του αυξάνεται 5 φορές και φθάνει από τα 31 νοικοκυριά το 1466 σε 154 το 1570, ενώ κοντεύει τα 600 στα τέλη του αιώνα, τα οποία διατηρούνται και στη μετέπειτα περίοδο. Αργότερα η οικονομική ανάπτυξη τεκμηριώνεται επίσης από το κατάστιχο του ναού του Αγίου Αθανασίου του 18ου αιώνα, μία σπάνια μεταβυζαντινή πηγή. Με βάση τις παραπάνω πηγές γνωρίζουμε ότι η εξελικτική πορεία του οικισμού ήταν συνεχής και έφθασε στο απόγειο τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, τότε ακριβώς που επανιδρύεται η σημαντική Μονή των Αγίων Θεοδώρων. Πήρε το όνομά της από την ράψ(ι)α (=αρβανίτικη λέξη, που σημαίνει μαλακό πέτρωμα). Η αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν της Ραψάνης είναι δύσκολη υπόθεση, μιας και τα περισσότερα χωριά της Θεσσαλίας υπέστησαν πολλαπλές επιδρομές και καταστροφές στη μακρόχρονη ιστορία τους. Κατά το μύθο η Ραψάνη ήταν μια πανέμορφη και δυναμική γυναίκα, που πρωτοστάτησε στη συνένωση των χωριών. Η αρχαιότερη επιγραφή της Ραψάνης βρίσκεται στο ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννη το 1547. Οι 6 νερόμυλοι της Ραψάνης που χρονολογούνται από το 12ο ως το 13ο αιώνα, αποδεικνύουν ότι η Ραψάνη υπήρξε μια ακμάζουσα βυζαντινή πόλη με περισσότερα από 900 χρόνια ιστορία. Το 17ο και 18ο αιώνα, η σηροτροφία, η υφαντουργία (αλατζάδες) και η αμπελουργία κάνουν τη Ραψάνη την πιο λαμπρή και την πιο εμπορική πόλη του Ολύμπου. Την ίδια εποχή ιδρύεται (1767) η περίφημη σχολή της Ραψάνης. Η Ραψάνη φημίζονταν για τις πλούσιες βιβλιοθήκες της που πυρπολήθηκαν το 1878, στην επανάσταση του Ολύμπου. Από την καταστροφή μόνο ένα χειρόγραφο έχει διασωθεί το Κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου 1778-1889. Το 19ο αιώνα το οικονομικό ενδιαφέρον στρέφεται αποκλειστικά στην αμπελουργία. Η φήμη του οίνου της Ραψάνης οδηγεί το Ελληνικό κράτος το 1932 στην επίσημη αναγνώριση του ως Ονομασίας προέλευσης, εποχή κατά την οποία το 53% του εισοδήματος των Ραψανιωτών προέρχεται από την αμπελουργία. Από τις αρχές του 20ου αιώνα η Ραψάνη ήταν φημισμένος τόπος παραθερισμού για Λαρισαίους λόγω του καλού της κλίματος. Η πλατεία του χωριού είναι στα 550 μέτρα υψόμετρο. Σχεδόν κάθε γειτονιά έχει και τρεχούμενο νερό από τις πηγές του Ολύμπου. Παράλληλα στα δρομάκια έρεε νερό σε αυλάκι που κατέληγε στα ρέματα και τέλος στον ποταμό Πηνειό. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ροδιά
Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 70 μέτρων. Η εκκλησία του χωριού είναι ο Ναός της Ευαγγελίστριας ενώ υπάρχει και το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, που βρίσκεται στο αισθητικό άλσος του «Μπογιατζί» στις όχθες του Πηνειού. Σήμερα οι κάτοικοι της Ροδιάς ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Αρκετοί επισκέπτες καταφθάνουν στη Ροδιά για τις γαστρονομικές απολαύσεις στις γραφικές ταβέρνες του χωριού. Επίσης η Ροδιά αποτελεί κομβικό σημείο στο οδικό δίκτυο της περιοχής για την περιήγηση των επισκεπτών στον ορεινό όγκο του Ολύμπου, τα Τέμπη και τα παράλια του Νομού. Αρκετές αρχαιότητες έχουν βρεθεί στη Ροδιά από την παλαιότερη Νεολιθική μέχρι την Κλασσική εποχή. Μια αμερικάνικη αποστολή ειδικών αρχαιολόγων ανακάλυψε στα στενά της Ροδιάς, όπου συμβάλλει ο Πηνειός με τον Τιταρήσιο, εργαλεία από πυριτόλιθο, ο οποίος είναι ένα υαλώδες και πολύ σκληρό πέτρωμα. Τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους της εποχής εκείνης στο κυνήγι, στο τεμάχισμα της λείας τους, και σε πολλές άλλες χρήσεις. Επίσης ανακάλυψε και πάμπολλα απολεπίσματα, μικρά και μεγάλα κομμάτια πυριτόλιθου που είναι επόμενο να δημιουργούνται κατά τη διαδικασία της κατασκευής εργαλείων. Επειδή δε στη γύρω περιοχή υπάρχουν φυσικές εμφανίσεις τέτοιου πυριτολιθικού υλικού, υποθέτουμε, με μεγάλη πιθανότητα, ότι σ’ αυτό το σημείο πρέπει να υπήρχε κάποιος άλλος καταυλισμός των ανθρώπων αυτών, όπου κατασκεύαζαν τέτοια εργαλεία, ένα εργαστήριο παραγωγής εργαλείων δηλαδή. Οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν στον τύπο του ανθρώπου που λέγεται Homo Sapiens Modern (ο σοφός άνθρωπος, ο σύγχρονος) που είναι ο άμεσος πρόγονος όλων των σημερινών φυλών. Δηλαδή δεν έχουν ανατομικές διαφορές με μας τους σύγχρονους ανθρώπους. Επομένως, πολλές χιλιάδες χρόνια πριν υπήρχαν άνθρωποι εδώ στην περιοχή που προσπαθούσαν να επιβιώσουν στήνοντας καρτέρι στα στενά περάσματα του Πηνειού, για να θηρεύσουν κάποια άγρια ζώα, που έρχονταν να πιουν νερό στο ποτάμι, ή να περάσουν κατά τη μετανάστευσή τους. Πολύ πρόσφατα, το 1991, η ίδια ομάδα έκανε μια σπουδαία ανακάλυψη: Συγκεκριμένα, στην αριστερή πλευρά των στενών της Ροδιάς, ανακαλύφθηκαν λίθινα εργαλεία από αρίστης ποιότητας λευκό και διαφανή χαλαζία, ένα πέτρωμα που υπάρχει στη γύρω περιοχή. Βρέθηκαν διάφορα κοπτικά εργαλεία, όπως φολίδες κοπής και πολλά άλλα απολεπίσματα. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι βρέθηκαν και κάποια εργαλεία που έχουν μεγάλο σχετικά μέγεθος, με αμφίπλευρη δευτερογενή κατεργασία γνωστά ως «αχέλαιοι χειροπελέκεις». Τέτοιου είδους εργαλεία είναι γνωστά και από άλλες περιοχές της Ευρώπης και έχει αποδεχθεί ότι έχουν κατασκευαστεί από ένα αρχαιότερο είδος ανθρώπου τον Homo Sapiens Archaic ή τον άνθρωπο Νεάντερταλ. Για πρώτη φορά, λοιπόν, ανακαλύπτεται ότι εδώ κοντά ζούσαν οι αρχέγονοι αυτοί άνθρωποι, που εξαφανίσθηκαν μυστηριωδώς από τη γη πριν από 35.000 χρόνια. Κατά τον επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας η ηλικία αυτών των χειροπελέκεων ξεπερνά τα 300.000 χρόνια. Επομένως, οι άνθρωποι που τους κατασκεύασαν ήταν της ίδιας περιόδου με το απολιθωμένο κρανίο του αρχανθρώπου των Πετραλώνων της Χαλκιδικής. Ουσιαστικά είναι ίσως η αρχαιότερη πράξη ανθρώπινης δραστηριότητας στον ελλαδικό χώρο. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Τούρκοι είχαν δώσει στην περιοχή της Ροδιάς την επονομασία «Μουσαλάρ», που σήμαινε «τόπος κοινής συμβίωσης». Στα νεότερα χρόνια η Ροδιά κατοικήθηκε κυρίως από Αρβανιτόβλαχους και Σαρακατσάνους. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τυρνάβου)
Σαραντάπορο
Το Σαραντάπορο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 840 μέτρων. Κοντά στον οικισμό έχουν βρεθεί αρχαίοι τάφοι, θέατρο και αναθεματικές στήλες από (αταύτιστο ακόμα) αρχαίο οικισμό. Αναφορές για την ύπαρξη του σημερινού οικισμού υπάρχουν από το 17ο αι. Στα μέσα του 19ου αι. αποτελούσε τσιφλίκι κάποιου Μάντζιαρη από τη Βερδικούσσα. Μεγάλης ιστορικής σημασίας ήταν η μάχη του Σαρανταπόρου που έγινε στις 9 – 10 Οκτωβρίου του 1912, και λειτούργησε ως αρχή της απελευθέρωσης της Μακεδονίας από τους Τούρκους. Οι κάτοικοι του οικισμού, ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει την απεριόριστη θέα του Ολύμπου, των Καμβουνίων, των Αντιχασίων και του κάμπου, καθώς και να επισκεφτεί τον αρχαίο οικισμό, το μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1750) και την Αγία Ξένη. Οι περιπατητές, ορειβάτες και φυσιολάτρες μπορούν να ακολουθήσουν το Ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4 που περνάει μέσα από το χωριό και να κατευθυνθούν προς το Λιβάδι. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Σκοπιά Φαρσάλων
Η Σκοπιά Φαρσάλων από τις παραδόσεις αναφέρεται ότι αποτελούσε συνένωση των χωριών Ταμπακλί και Παλαιοδερλί. Το 1919, το χωριό μετονομάζεται από Ταμπακλί, σε Σκοπιά Φαρσάλων. Η νέα ονομασία δόθηκε επίσημα το 1919, λόγω της γεωγραφικής θέσης της, στα σύνορα των νομών Λάρισας, Μαγνησίας και Φθιώτιδας. Οι κάτοικοι της ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ο ποταμός Ενιπέας, που πηγάζει από το όρος Όθρυς, δροσίζει την περιοχή και εκβάλει στον ποταμό Πηνειό. Στο Παλαιοδερλί είναι χτισμένο από το 1915, το εκκλησάκι της Παναγιάς. Πολιούχος Άγιος του χωριού, είναι ο Άγιος Σπυρίδων, όπου γιορτάζεται στις 12 Δεκεμβρίου.Στις 20 Ιουλίου γίνεται το πανηγύρι προς τιμήν του προφήτη Ηλία, ενώ πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται και στις γιορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα και της Αποκριάς. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2011, διοργανώθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Σκοπιάς με μεγάλη επιτυχία η πρώτη παραδοσιακή γιορτή κρασιού με πάτημα σταφυλιών, με συμμετοχή τοπικών φορέων. Η Σκοπιά αναφέρεται αρχικά στον απελευθερωτικό αγώνα του 1854, ο οποίος διοργανώθηκε από το Βασιλιά Όθωνα και τους Αγωνιστές του 1821. Με την επανάσταση του 1878, γίνεται η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και η προσάρτηση ολόκληρη της Θεσσαλίας, στον κορμό της Ελλάδας. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Σπαρμός
Ο Σπαρμός είναι χτισμένος σε υψόμετρο 670 μέτρων. Οι κάτοικοι του οικισμού ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, και τηρούν τις παραδόσεις και τα έθιμα του τόπου τους. Για τους επισκέπτες, πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ναός της Αγίας Τριάδας (Μονή Σπαρμού). Η Μονή είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1000 μ. στη νότια πλευρά του Ολύμπου. Ιδρύθηκε το 13ο αι., έχει εξαιρετικές τοιχογραφίες, ανέδειξε αξιόλογους λόγιους μοναχούς (όπως ο Ιωνάς Σπαρμιώτης) και υπήρξε καταφύγιο κλεφτών και ανταρτών του Ολύμπου. Σύμφωνα με την παράδοση, πολλοί από τους μοναχούς της μονής υπήρξαν δάσκαλοι σε κρυφά σχολειά κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας σε όλη την Ελλάδα. Η μονή ανακαινίσθηκε τα τελευταία χρόνια και αναβιώνει με μοναστική αδελφότητα. Από το Σπαρμό ξεκινάει ο δρόμος που οδηγεί στο χιονοδρομικό κέντρο Ολύμπου στη θέση «Βρυσοπούλες», σε υψόμετρο 1800 μ. Εκεί υπάρχει και ορειβατικό καταφύγιο που λειτουργεί όλο το χρόνο, ενώ υπάρχει και καταφύγιο ανάγκης λίγο ψηλότερα (2450 μ.). Εξαιρετική διαδρομή για ορειβάτες και φυσιολάτρες είναι από το καταφύγιο ως την κορυφή Άγιος Αντώνιος (2815 μ.), από όπου η θέα αποζημιώνει, συνεπαίρνει και εξυψώνει. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Σπηλιά
Στην πλαγιά του Κισσάβου το χωριό Σπηλιά, αποτελεί ορμητήριο όσων επισκεπτών επιζητούν ένταση και δυνατότητες αλλά με ασφάλεια, όπως αναρρίχηση, ιππασία, ποδήλατα βουνού και οχήματα 4×4 για ορεινές διαδρομές. Τη Σπηλιά, που πήρε το όνομά της από τις πολλές σπηλιές που υπάρχουν κοντά στο χωριό, επισκέπτονται οι ορειβάτες στο δρόμο για την κορυφή του Κισσάβου και τη διαφορετική θέα από ένα ιδιαίτερο σημείο του ορεινού όγκου. Το δάσος της Σπηλιάς έχει ενταχθεί στην προστασία του Ευρωπαϊκού δικτύου NATURA 2002. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Στεφανόβουνο
Το Στεφανόβουνο βρίσκεται νοτιοανατολικά της Ελασσόνας και είναι χτισμένο σε υψόμετρο 280 μέτρων. Στον οικισμό του Στεφανόβουνου υπάρχει το Αγροτικό και Εθνογραφικό Μουσείο. Στα νότια του χωριού, στη θέση Προφήτης Ηλίας, βρίσκεται ο ομώνυμος λόφος και το εκκλησάκι, μέσα σε όμορφο πευκόφυτο άλσος. Το μέρος αυτό ενδείκνυται για περίπατο, εκδρομή και αγνάντεμα του κάμπου της Ελασσόνας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Στόμιο
Το Στόμιο είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός του νομού Λάρισας που συνδυάζει βουνό (Κίσσαβος) και θάλασσα, ενώ κοντά του βρίσκεται το Δέλτα του Πηνειού ποταμού. Στη θέση του βρισκόταν η αρχαία πόλη Ευρυμενές. Στα αξιοθέατα το βυζαντινό μοναστήρι Κομνήνειος Ιερά Μονή Kοιμήσεως Θεοτόκου & Αγίου Δημητρίου (Παναγία Κομνηνείου ή Οικονομείου). Το Στόμιο λόγω της πλούσιας αμμουδιάς και της ρηχής παραλίας είναι ιδανικός τόπος για οικογενειακές διακοπές. Σήμα κατατεθέν του Στομίου είναι ο φάρος στην παραλία κοντά στο λιμάνι. Κάθε καλοκαίρι πραγματοποιούνται ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, με αποκορύφωμα τη Γιορτή της Θάλασσας (με τη γιορτή της σαρδέλας), η οποία συγκεντρώνει πλήθος κόσμου από διάφορες περιοχές. Άλλωστε το Στόμιο φημίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους ψαρότοπους. Επίσης πανηγύρι γίνεται στην Ιερά Μονή Κομνηνείου το Δεκαπενταύγουστο, στη γιορτή της Παναγίας. Η Μονή βρίσκεται σε υψόμετρο 180μ. στον Κίσσαβο. Το Στόμιο έχει δυο εκκλησίες, τον Άγιο Νικόλαο και την Παναγιά Θαλασσινή. Ως πολιούχος εορτάζεται ο Άγιος Νικόλαος. Σε απόσταση 15 λεπτών από την παραλία, πάνω στην Όσσα, αναβλύζουν πόσιμα ιαματικά νερά. Συνιστώνται σε περιπτώσεις χλωρώσεως, αναιμίας, ατονίας, δυσπεψίας, δυσμηνόρροιας κ.ά. Το Στόμιο παλαιά ονομαζόταν Τσάγεζι. Το όνομα αυτό προέρχεται από την τουρκική γλώσσα (από τις λέξεις Çay (ποτάμι) ağzı (το στόμα) τσάι-αγζή) που σημαίνει «το στόμα του ποταμού» (εκβολή). Και το σημερινό όμως όνομα έχει την ίδια προέλευση λόγω των εκβολών (στόμιο ποταμού) του Πηνειού ποταμού. Το Δέλτα του Πηνειού κοντά στο Στόμιο είναι προστατευόμενος υγροβιότοπος του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000. Το Τσάγεζι αναφέρεται ως το βορειότερο λιμάνι του ελληνικού κράτους από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881 ως την ενσωμάτωση της Μακεδονίας το 1912. Το 1927 μετονομάστηκε σε Στόμιο. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Συκέα
Η Συκέα ή Συκιά είναι χτισμένη σε υψόμετρο 190 μέτρων. Οι κάτοικοι του ασχολούνται με τη γεωργία, κυρίως με καλλιέργειες ελιάς, καπνού και αμπελιών, και την κτηνοτροφία. Στο χωριό βρίσκονται οι ναοί της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Δημητρίου, οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί μνημεία. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου είναι τρίκλιτη βασιλική με γυναικωνίτη του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Η δίρριχτη, με αποτμήσεις, στέγη του ναού καλύπτεται με κεραμίδια γαλλικού τύπου. Στην δυτική πλευρά του ναού υπάρχει στοά με δίρριχτη, επίσης, στέγη. Βορείως του ναού και σε άμεση επαφή με αυτόν υπάρχει κωδωνοστάσιο το οποίο χρονολογείται βάσει επιγραφής στα 1880. Εσωτερικά στο ναό, από τον αρχικό ζωγραφικό διάκοσμο σώζεται μόνο η παράσταση της Αποκαθήλωσης στην κόγχη της Προθέσεως. Στο ναό σώζεται κιβώριο, το οποίο χρονολογείται βάσει επιγραφής στα 1889. Σώζονται επίσης 45 εικόνες (τέμπλου και φορητές), οι οποίες χρονολογούνται βάσει επιγραφών στο τέλος του 19ου αιώνα. Ο ναός της Αγίας Παρασκευής βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του χωριού και είναι μονόχωρη βασιλική. Ο εσωτερικός του διάκοσμος έχει καλυφθεί με ασβεστοκονίαμα. Το τέμπλο του χρονολογείται στο 1800. Κοντά στο χωριό βρίσκεται η πέτρινη γέφυρα του Μπακάλη και δάσος από οξιές. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Συκαμινέα
Η Συκαμινέα Λάρισας, πριν το 1940 Σκαμνιά, είναι χτισμένη σε υψόμετρο 950 μέτρων. Οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Πρόκειται για νέο οικισμό, που προέκυψε από τη μετοίκηση των κατοίκων από την Παλιά Σκαμνιά που βρισκόταν σε υψόμετρο 1050 μέτρων. Η Παλιά Σκαμνιά ήταν ένας ορεινός παραδοσιακός οικισμός. Είχε περίπου 300 σπίτια πετρόκτιστα και πλακοσκέπαστα, διώροφα κυρίως. Οι δρόμοι είχαν καλντερίμια, υπήρχαν τρία εξωκλήσια και τρεις νερόμυλοι. Το χωριό έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ελληνική ιστορία, αφού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν κέντρο στρατολόγησης κλεφτών και αρματολών, γεγονός που προκάλεσε την εκδίκηση του Βελή Πασά, ο οποίος το πυρπόλησε. Από τότε το χωριό εγκαταλείφτηκε και οι κάτοικοί του εγκαταστάθηκαν στη γύρω περιοχή. Στη συνέχεια, κατά την κατοχή επέδειξαν έντονη αντιστασιακή δράση, οπότε και καταστράφηκε το χωριό ολοσχερώς το 1943 από τους Γερμανούς, οι οποίοι έκαψαν 300 σπίτια. Η παλιά ονομασία του χωριού ήταν Σκαμνιά και χρονολογείται από το έτος 1100, αυτό όμως δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο. Βρίσκεται στους πρόποδες του Άνω Ολύμπου και απέχει περίπου πέντε χιλιόμετρα από το νέο χωριό. Η τελευταία προέλευση της ονομασίας της δεν είναι σίγουρη: εικάζεται από το φυλλοβόλο δένδρο μουριά-συκαμινιά που υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει στον περίβολο του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδας. Αυτή η εκδοχή δε θεωρείται αρκετά βάσιμη. Άλλωστε η εμφάνιση του δένδρου της μουριάς- συκαμινιάς στο χωριό δεν είναι μαζική και μάλλον σπανίζει ώστε να δικαιολογήσει, τη συγκεκριμένη ονομασία. Οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν στην περιοχή το 10ο αι. μ.Χ. από παρολύμπια χωριά για να προστατευθούν από τις διώξεις του Βούλγαρου ηγεμόνα Σαμουήλ. Η παλιά Σκαμνιά υπήρξε πάντα καταφύγιο όλων των ανυπότακτων επαναστατών και γι’ αυτό έπαθε αλλεπάλληλες καταστροφές στην ιστορία της. Χρησίμευσε και ως εποχιακό καταφύγιο των τελευταίων κλεφτών ή λήσταρχων της περιόδου 1867- 1925. Υπήρχαν στο χωριό τρεις όμορφοι νερόμυλοι και ένας μηχανοκίνητος, στους οποίους οι κάτοικοι του χωριού άλεθαν την παραγωγή τους. Σήμερα υπάρχουν μόνο ερείπια. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Συκούριο
Ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης καταμαρτυρούν ότι το Συκούριο κατοικήθηκε κατά την Νεολιθική εποχή. Οι δρόμοι του εμπορίου δημιούργησαν εστίες ανάπτυξης αποφέροντας καρπούς και ευημερία στους κατοίκους του. Το Συκούριο μετατρέπεται σ’ ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της περιοχής, καθώς οι συναλλαγές ευδοκιμούν, όπως άλλωστε και οι γεωργικές καλλιέργειες. Εξαιρετικής ποιότητας αμύγδαλα και ελιές, γίνονται ευρύτερα γνωστά. Αμπέλια και σιτηρά, τονώνουν τις θέσεις εργασίας στην περιοχή. Οι επισκέπτες θαυμάζουν τα όμορφα πέτρινα αρχοντικά, δουλεμένα από Ηπειρώτες τεχνίτες, το Λαογραφικό Μουσείο στον αναπαλαιωμένο πλέον νερόμυλο, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, καθώς και τη Μουσική Σχολή που είναι μερικά από τα κέντρα πολιτισμού τα οποία δίνουν πνοή στον τόπο. Λίγο έξω από το Συκούριο, ένας ακόμη καλλιτεχνικός πνεύμονας δημιουργήθηκε στον τεχνητό ταμιευτήρα «Μπάρα», όπου πραγματοποιούνται πλήθος εκδηλώσεων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Τέμπη
Τα Τέμπη είναι μικρός οικισμός, χτισμένος στην είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Μπαμπά, όνομα που διατήρησε μέχρι το 1927 οπότε μετονομάστηκε σε Τέμπη. Στην είσοδο του χωριού υπάρχει το μοναδικό οθωμανικό κτίσμα, ο τεκές του Χασάν Μπαμπά (πιθανόν τέλη 14ου-αρχές 15ου αι.), που δεσπόζει στη δεξιά όχθη του Πηνειού. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, τα Τέμπη αναφέρονται ως ένα από τα 22 συμμετέχοντα χωριά στο Συνεταιρισμό των Αμπελακίων. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Τεμπών)
Τσαπουρνιά
Η Τσαπουρνιά, είναι χτισμένη σε υψόμετρο 920 μέτρων, στις πλαγιές του Αμάρμπεη και βρίσκεται στα όρια Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Αποτελεί ένα φυσικό μπαλκόνι της περιοχής με θέα στον Όλυμπο. Το χωριό ιδρύθηκε από τον κλεφταρματολό Κώστα Ζήδρο, μετά την καταστροφή ομώνυμου χωριού των Γρεβενών, ενώ στις αρχές του 19ου αι. αποτελούσε τσιφλίκι της Μονής Παναγίας Ολυμπιώτισσας. Οι ελάχιστοι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Βορειοανατολικά του χωριού, πάνω σε ύψωμα, βρίσκεται ο Άγιος Αθανάσιος, ο οποίος χρονολογείται από το 18 αιώνα. Πρόκειται για ένα μονόχωρο ναΰδριο από αργολιθοδομή με ξύλινη στέγη καλυμμένη με σχιστολιθικές πλάκες. Στο εσωτερικό του σώζονται τοιχογραφίες καλής τέχνης που σώζονται μόνο στο χώρο του Ιερού. Από το παλαιό τέμπλο δε σώζεται τίποτε εκτός από τις ξύλινες δοκούς. (Πηγή πληροφοριών: Τσαπουρνιά Λάρισας)
Τσαριτσάνη
Η Τσαριτσάνη είναι ημιορεινή κωμόπολη σε υψόμετρο 320 μέτρων και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις του κάτω Ολύμπου. Στην Τσαριτσάνη σώζονται παραδοσιακά αρχοντικά, δείγματα της άνθησης που γνώρισε η κωμόπολη στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της κατά το 17ο και 18 αιώνα όπου και έφτασε τους 7.000 μόνιμους κατοίκους, με την ανάπτυξη της βιοτεχνίας χρωστικών ουσιών, μεταξωτών και ερυθρών νημάτων, τα οποία πωλούνταν στις μεγαλύτερες αγορές της Ευρώπης. Στην περιοχή υπήρχε ελληνική σχολή πανελλήνιας φήμης, στην οποία δίδασκαν ονομαστοί λόγιοι. Στις αρχές του 19ου αι. η κωμόπολη άρχισε να παρακμάζει, όπως και τα Αμπελάκια εξαιτίας της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας χρωμάτων, ενώ παράλληλα δοκιμάστηκε από τις λεηλασίες των Τουρκοαλβανών του Αλή πασά και ο πληθυσμός της αποδεκατίστηκε από φοβερή πανώλη (1813). Η πρώτη γραπτή αναφορά στον οικισμό, που σήμερα ονομάζεται Τσαριτσάνη, γίνεται στο Χρυσόβουλο της ιεράς μονής Παναγίας της Ολυμπιώτισσας που χρονολογείται στο έτος 1296, επί αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β’ Κομνηνού. Εκεί αναφέρεται σαν Σταρίστα ή Σταρίτα, όνομα που υπάρχει και σε βουλγαρικά έγγραφα. Σε πρόθεση της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου που χρονολογείται στο 1520, αναφέρεται σαν «χορίον Τζερνιτζηανί». Η ονομασία αυτή, όπως και οι μεταγενέστερες Σταρίτσανη, Σαρίτσιανη, Τσαρίτσιανη ή Τσαρίτσανη, έχει σλάβικη προέλευση. Κατά καιρούς δόθηκαν διάφορες ερμηνείες για τη σημασία του τοπωνυμίου, με επικρατέστερη εκείνη που το αποδίδει ως «βασιλικό χωριό». Η τουρκική ονομασία «Καλίσαλη» ή «Κλίσαρι», δηλαδή πόλη των εκκλησιών, η οποία δόθηκε μετά την οθωμανική κατάκτηση, αν και χρησιμοποιήθηκε στα επίσημα Τουρκικά έγγραφα της εποχής αγνοήθηκε από τους κατοίκους και την ιστορία. Επίσης επί Τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Τζάρι- Τζένι (μανδήλι αγαπητό) λόγω της παραγωγής πολύχρωμων μανδηλιών και υφασμάτων. Από τη σλαβική προέλευση της ονομασίας του οικισμού και άλλων τοπωνυμίων (Βαλέτσικο) εξάγεται το συμπέρασμα πως η περιοχή κατοικήθηκε από σλαβικά φύλα, τα οποία από 7ο αι. μ.Χ. κατήλθαν στον ελλαδικό χώρο. Η περιοχή κατοικήθηκε από το Νεολιθικό άνθρωπο ευρύτατα, εξ αιτίας της μεγάλης και εύφορης κοιλάδας της. Στην τοποθεσία «Τρανός Αηλιάς», η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε τα ίχνη κάποιας αρχαίας θεσσαλικής πόλης. Οι ανασκαφές, που πραγματοποιήθηκαν το 1912, έφεραν στο φως θολωτούς τάφους, τείχη ακρόπολης και νομίσματα που ανάγονται στην αρχαϊκή εποχή. Η ομηρική αναφορά στην «Λευκή Ολοσσών» και σε μια γειτονική πόλη, που έφερε την ονομασία «Όρθη», οδήγησε στη σύνδεση των ευρημάτων με την αρχαία αυτή πόλη. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Φλάμπουρο
Το Φλάμπουρο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 510 μέτρων και οι κάτοικοί του ασχολούνται κυρίως με τον πρωτογενή τομέα. Στο νότια τμήμα του οικισμού προς την Ελασσόνα υπάρχει το λίθινο μονότοξο γεφύρι της Γιάνναινας. (Πηγή πληροφοριών: Δήμος Ελασσόνας)
Χάλκη
Η Χάλκη είναι ένα από τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου. Η θέση της είναι νοτιοανατολικά σε σχέση με την πόλη της Λάρισας, σε υψόμετρο 81 μέτρων. Για τη σημερινή ονομασία του χωριού υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή είναι ότι ονομάστηκε έτσι από την λέξη «χαλκιάδες» (αυτοί που επεξεργάζονται το χαλκό) και η δεύτερη από έναν αρχαίο οικισμό που βρισκόταν στην γύρω περιοχή. Το χωριό ιδρύθηκε πριν από 300 περίπου χρόνια από κολίγους της περιοχής. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι την είχαν ονομάσει Μαϊμούλι. Στην συνέχεια ονομάστηκε Όγχηστος. Το όνομα αυτό το πήρε από έναν παραπόταμο που περνούσε έξω από το χωριό. Η κύρια ασχολία των κατοίκων του χωριού είναι η γεωργία. Οι κύριες παραγωγές είναι το βαμβάκι, το σιτάρι, η βιομηχανική ντομάτα, ενώ τα τελευταία χρονιά καλλιεργείται σπανάκι αλλά και δενδρώδεις καλλιέργειες όπως φιστικιά, καρυδιά, αμυγδαλιά, σταφύλι. Στο χωριό υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (1843), ενώ σώζεται το καμπαναριό από τον παλαιότερο ομώνυμο ναό (1815), που κάηκε. Ένα αξιοθέατο της Χάλκης ήταν ένα κυπαρίσσι 26 περίπου μέτρων, το οποίο ήταν από τα ψηλότερα της Ελλάδας και στόλιζε τη Χάλκη την περίοδο των Χριστουγέννων, αλλά κάηκε από άγνωστους λόγους. Επίσης, την Καθαρά Δευτέρα πραγματοποιούνται εκδηλώσεις με φασολάδα και νηστίσιμα εδέσματα που συνοδεύονται από το γαϊτανάκι και άλλες διάφορες δραστηριότητες. Στις 2 Μαΐου, ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Αθανάσιου, στο χωριό πραγματοποιούνται εκδηλώσεις με χορούς. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Χαλκιάδες
Οι Χαλκιάδες είναι ένα μικρό χωριό σε υψόμετρο 268 μέτρων. Οι κάτοικοί του ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Πηνειού. Μέχρι το 1927, η ονομασία του χωριού ήταν Καραδεμερτζή. Αποτελείται από δύο συνοικισμούς, τους Άνω Χαλκιάδες που ο πληθυσμός του αποτελείται από απόγονους προσφύγων από την Καππαδοκία (συγκεκριμένα από τα χωριά Τασλίκ και Δήλα) και από τους Κάτω Χαλκιάδες που αποτελείται από τους ντόπιους κατοίκους. Το όνομα το πήρε εξαιτίας του μεγάλου ποσοστού σιδεράδων (χαλκιάδες). Στους Άνω Χαλκιάδες πραγματοποιείται πανηγύρι ανήμερα του Αγίου Γεωργίου στις 23 Απριλίου, ενώ στους Κάτω Χαλκιάδες του Αγίου Χαράλαμπους στις 10 Φεβρουαρίου. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Χειμάδι
Το Χειμάδι ή Σουφλάρ, παλιότερα επί Τουρκοκρατίας) βρίσκεται σε υψόμετρο 96 μέτρων. Οι κάτοικοι είναι βλαχόφωνοι και έλκουν την καταγωγή τους από το Περιβόλι Γρεβενών. Ο πληθυσμός του χωριού αποτελείται αποκλειστικά από βλαχόφωνους, με καταγωγή από το Περιβόλι Γρεβενών. Το γεγονός αυτό καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πολιτιστική ταυτότητά των κατοίκων. Η μόνιμη εγκατάσταση των Βλάχων στην περιοχή έγινε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 καθώς αποχώρησαν από την περιοχή οι έως τότε Τούρκοι κάτοικοί της. Οι κάτοικοι του Χειμαδίου και του γειτονικού Καλοχωρίου καθώς και οι Βλάχικες οικογένειες του διπλανού χωριού (Νέσσων), παρότι ήταν Βλάχοι Περιβολιώτες στην καταγωγή, από τα μέσα του 19ου αιώνα έπαψαν να πηγαίνουν τα καλοκαίρια στο Περιβόλι με τα κοπάδια τους. Η μεγάλη αύξηση της κτηνοτροφίας σε συνδυασμό με το δύσβατο της περιοχής και την έλλειψη νομής ανάγκασε τους κατοίκους του Περιβολίου να χωριστούν σε δύο ομάδες κι έτσι εναλλάξ τα πρώτα χρόνια η μία ομάδα να πηγαίνει στο Περιβόλι και η άλλη σε κάποιο άλλο μέρος της Δ. Μακεδονίας όπου και νοίκιαζαν μέρος για τα κοπάδια τους. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (1870 περίπου) η ομάδα των Περιβολιωτών επέλεξε ως μόνιμο θερινό προορισμό για τις οικογένειες και τα κοπάδια της, το όρος Γκαλισίτσα στην περιοχή της Αχρίδας στην ΒΔ Μακεδονία (σήμερα βρίσκεται στα όρια με τη Δημοκρατία των Σκοπίων). Στη Γκαλισίτσα οι οικογένειες των Περιβολιωτών έμειναν σε δύο οικισμούς (από ξύλινες καλύβες) το Άνω Ιστόκ και το Κάτω Ιστόκ (κοντά στο 1χλμ. ήταν η απόσταση του ενός οικισμού από τον άλλον) κι ο κάθε οικισμός είχε την εκκλησία του, (Αγία Παρασκευή και Παναγία). Εκεί συνέχισαν να πηγαίνουν έως το 1925, οπότε για διαφόρους λόγους (1. πίεση από τους Σέρβους να διαλέξουν εθνότητα, 2. δασμοί και φόροι από την πλευρά των Σέρβων, 3. ληστεία και απαγωγές εκ μέρους των Αλβανών καθώς και άλλοι λόγοι) αναγκάστηκαν να σταματήσουν την εκεί θερινή τους διαβίωση. Έτσι κάποιες οικογένειες – μετά από χρόνια -επέστρεψαν πάλι στο Περιβόλι, ενώ άλλες συνέχισαν τις θερινές εξορμίσεις τους σ’ άλλες ορεινές περιοχές τις Δ. Μακεδονίας έως τη δεκαετία του 1950, οπότε και οι περισσότεροι κάτοικοι του Χειμαδίου και Καλοχωρίου ασχολήθηκαν συστηματικά με τη γεωργία (παράλληλα με την κτηνοτροφία οι περισσότεροι βέβαια) και οι θερινές εξορμήσεις στα βουνά σταμάτησαν για τις περισσότερες οικογένειες του χωριού. Η ηπειρώτικη και βλάχικη παραδοσιακή μουσική είναι από τα βασικά ακούσματα ενώ αντίστοιχα είναι και τα ήθη και έθιμα. Σημαντική εκδήλωση επίσης αποτελεί το καρναβάλι που διοργανώνεται κάθε Καθαρή Δευτέρα. Προστάτης του χωριού είναι ο Άγιος Γεώργιος. Αξιόλογη είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Χειμάδι που πανηγυρίζει στις 23 Απριλίου. Πάνω σε λόφο του Χειμαδίου είναι τα ξωκλήσια του Προφήτη Ηλία και της Αγίας Μαρκέλλας που συγκεντρώνουν πολλούς προσκυνητές την ημέρα της γιορτής στις 20 Ιουλίου και 22 Ιουλίου αντίστοιχα. Παραδοσιακά πανηγύρια διοργανώνονται τόσο στην εορτή του Αγίου Γεωργίου όσο και στην εορτή του Προφήτη Ηλία, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παράδοσής του Χειμαδίου. Στο κέντρο της πλατείας βρίσκεται το Ηρώο με τα ονόματα νεκρών. Αξιομνημόνευτες ήταν οι μουριές που υπήρχαν στο παρελθόν στην πλατεία του χωριού, ο οποίες λόγο γήρατος εκριζώθηκαν. Τις Απόκριες μαγειρεύεται το πατροπαράδοτο «μπουρανί» και γίνεται η αναπαράσταση του «Βλάχικου γάμου». Την Κυριακή της Αποκριάς αναβιώνει το έθιμο του ανάμματος της φωτιάς, το οποίο σηματοδοτεί το τέλος του χειμώνα. Γύρω από το χωριό υπάρχουν 3-4 θέσεις προϊστορικής κατοίκησης του 6-5000 π.Χ. ενώ κοντά σε χωράφια στο γειτονικό Καλοχώρι προς Ελευθέριο βρίσκονται επιγραφές του 4ου- 2ου αι. π.Χ. που δείχνουν λατρεία Της Αρτέμιδος Θροσίας(=προστάτης του τοκετού) και του Ηρακλή. Υπάρχουν εναπομείναντα σε όχι τόσο καλή κατάσταση Οθωμανικά πυργόσπιτα, τα οποία αναφέρονται και ως «αμυντικοί πύργοι», αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα κτίρια ήταν πρώτιστα κατοικία. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια)
Ψυχικό
Το Ψυχικό είναι πεδινός οικισμός χτισμένος σε υψόμετρο 250 μέτρων. Η πλειοψηφία των κατοίκων απασχολείται κυρίως στον τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Επί τουρκοκρατίας, το χωριό ονομαζόταν Κετσελή. Μετά το 1881, όταν και ενσωματώθηκε μαζί με το μεγαλύτερο κομμάτι της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, έλαβε την ονομασία Ψυχικό. Στο Ψυχικό βρίσκεται ο ιερός ναός του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος διαθέτει τοιχογραφημένο διάκοσμο του 1842 – έργο του ζωγράφου Ζήκου Μιχαήλ – και αναγνωρίστηκε το 1986 ως διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού. (Πηγή πληροφοριών: Βικιπαίδεια).
Πηγή: greecedestination.gr
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις