Τις Απόκριες του 1973, ανοίγει στην περιοχή του Σταθμού της Λάρισας η ντισκοτέκ «Αναμπέλα», στο οικόπεδο που παραμένει σήμερα κενό και συγκεκριμένα στο σημείο που γίνεται η λαϊκή αγορά. Η «Αναμπέλα», η οποία λειτουργεί μέχρι το 1982, αποτελεί ένα σημείο αναφοράς της εποχής της μεταπολίτευσης στη Λάρισα που έρχεται να συμπληρώσει το παζλ της διασκέδασης της εποχής μαζί με τις μπουάτ. Μπουάτ και ντίσκο είναι τα δύο νέα είδη νυχτερινής διασκέδασης που διαμορφώνουν μια καινούργια κουλτούρα για την πόλη της Λάρισας. Ιδιοκτήτης της, ο Βασίλης Μητσιούλης, ο άνθρωπος που εισήγαγε την έννοια της ντισκοτέτ στην πόλη της Λάρισας.
Συγκεκριμένα, πριν την Αναμπέλα, ο Βασίλης Μητσιούλης, με την επιστροφή στη Λάρισα μετά από απουσία εικοσαετίας στην Αθήνα, στο υπόγειο από τον κινηματογράφο Διονύσια φτιάχνει με προσωπική εργασία το μαγαζί «2001» που αποτέλεσε την πρώτη ντίσκο στην πόλη. Έμπνευσή του αποτέλεσε η «Καρυάτιδα» στην Πλάκα που υπήρξε η πρώτη ντισκοτέκ στην Αθήνα στην οποία πήγαινε ως πελάτης τα χρόνια που έζησε στην πρωτεύουσα. Το «2001» φτιάχτηκε κατεξοχήν με προσωπική δουλειά του ιδιοκτήτη της, καθώς μιλάμε για μια εποχή που τα μέσα σχετικά με το φωτισμό και τα ηχητικά ήταν ανύπαρκτα, ειδικά σε μια επαρχιακή πόλη σαν τη Λάρισα της δεκαετίας του ΄70, που τα μαγαζιά διασκέδασης άνοιγαν στις 4 το απόγευμα για να ακολουθήσουν τα ήθη της εποχής… Μια πυρκαγιά, ωστόσο, που συνέβη εκτός Ελλάδος σε κέντρο διασκέδασης, βάζει στο προσκήνιο τα μέτρα ασφαλείας και τις εξόδους διαφυγής, οπότε το υπόγειο του «2001» δεν πληροί τις προδιαγραφές. Ο Βασίλης Μητσιούλης το κλείνει και μεταφέρεται με νέο concept στην περιοχή του Σταθμού. Έτσι δημιουργείται η «Αναμπέλα» που παραμένει ζωντανή στις μνήμες πολλών Λαρισαίων μέχρι σήμερα σαν το μαγαζί που άλλαξε τα δεδομένα της διασκέδασης στη Λάρισα την εποχή της Μεταπολίτευσης.
Η «Αναμπέλα» κατά τα λεγόμενα όλων των Λαρισαίων θαμώνων, μεταξύ αυτών και του Δημάρχου Λαρισαίων Απόστολου Καλογιάννη που αναφέρθηκε σε αυτή στο περιθώριο συνέντευξης για τη δική του Λάρισα, υπήρξε ένα φανταστικό μαγαζί, σε έναν από τους μεγαλύτερους χώρους της πόλης για την εποχή.
Φωτισμένα, στρογγυλά πλακάκια στην πίστα που φωτιζόταν, χειροποίητη σιδεροκατασκευή κατά τις οδηγίες του Μητσιούλη πάνω από την πίστα στην οποία προσαρμόστηκαν πλέξιγκλας κύβοι με ενσωματωμένα φωτάκια στο εσωτερικό τους. Πάνω από 500 τέτοια φώτα αιωρούνταν πάνω από την πίστα δημιουργώντας ένα φαντασμαγορικό αποτέλεσμα που θύμισε φωτισμένα δάκρυα. Ο Βασίλης Μητσιούλης ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τον φωτισμό και τα φωτιστικά εφέ του χώρου, κάνοντας σχετική έρευνα στην Αγγλία και εισάγοντας μεγάλο μέρος των φωτιστικών του μαγαζιού. Ψυχεδελικά slides, storm lights, imagine lambs, λάδια που τρέχουν στους τοίχους εμφανίζονται για πρώτη φορά στη Λάρισα.
Η «Αναμπέλα» εισάγει επίσης τα cocktails στη Λάρισα· fruit pans, τεκίλα sun rise, bourbon shower, jin & tonic. Ο Βασίλης Μητσιούλης φέρνει γρεναδίνη από την Αθήνα για τα cocktails μια και δεν υπάρχει στη Λάρισα που μέχρι τότε έπινε Campari με σόδα και βερμούτ. Νεολαία μιας συγκεκριμένης τάξης, αλλά και μεγαλύτερος κόσμος συρρέει στην «Αναμπέλα». Εν μέρει, είναι ο κόσμος που ξεκίνησε από το «2001» και ακολούθησε τον Μητσιούλη στο νέο του εγχείρημα· αδερφές Φουρναράκη, Καλούσιδες, Γόρης Κωνσταντινίσης, Σαπκαίοι και άλλοι πολλοί. Η φήμη της όμως κατά το πέρασμα το χρόνου εξαπλώθηκε τόσο πολύ, που ναυλωνόταν λεωφορεία για να φέρουν κόσμο από Τρίκαλα και Καρδίτσα.
Ο κόσμος ήθελε τόσο πολύ να χορέψει και να ακούσει την μουσική της εποχής. Μιλάμε για όλο το ξένο ρεπερτόριο της disco, της soul, του rock & roll… Ο Βασίλης Μητσιούλης θυμάται ένα ταξίδι στην Ύδρα στην ντίσκο «Λαγουδέρα» που οι ιδιοκτήτες της εμπορεύονταν δίσκους. «Αγοράσαμε διάφορα· όταν επιστέψαμε στην Αθήνα, αφήσαμε το αυτοκίνητο με τους δίσκους μέσα σε κάποιο σημείο στην Πλάκα. Μετά τη βόλτα μας, βρήκαμε το αυτοκίνητο ανοιχτό και τους δίσκους να λείπουν. Γυρίσαμε πίσω χωρίς τίποτα» λέει χαρακτηριστικά για να συμπληρώσει «αν δεν ήξερες να ανεβάσεις τον κόσμο στη πίστα το έκλεινες το μαγαζί. Στην «Αναμπέλα είχαμε ένα νεαρό για τη μουσική, που τον είχα εκπαιδεύσει ο ίδιος, αλλά μετά τις 12:30 έκανα πρόγραμμα εγώ. Ο κόσμος πραγματικά χόρευε πολύ και διασκέδαζε μέχρι τα ξημερώματα· τότε δεν υπήρχε η έννοια του Σαββατοκύριακου, κάθε μέρα ήταν γιορτή…».
Όσο ακούω τον Βασίλη Μητσιούλη να μου μιλά, τόσο σκέφτομαι ότι μερικά πράγματα και ειδικά οι μεγάλες επιτυχίες δεν γίνονται τυχαία… Ο Βασίλης Μητσιούλης, που κατάγεται από την περιοχή του Παλαιοφάρσαλου, ήρθε το 1955 στη Λάρισα, όπου και δούλεψε αρχικά στο θρυλικό Ζαχαροπλαστείο «Ολύμπιον», στο ξενοδοχείο «Ξενία» και μετά στο κοσμικό κέντρο «Φρούριο». Τα χρόνια που έζησε στην Αθήνα μέχρι να ξαναγυρίσει στη Λάρισα μια και παντρεύτηκε Λαρισαία, δούλευε στο Supper Club του Hilton στην Αθήνα που εκείνη την εποχή ήταν το πιο hot mousic hall της πρωτεύουσας με ζωντανή ορχήστρα και μπαλέτα· εκεί μαζευόταν όλη η «καλή» Αθήνα. Ακολούθησε το Ξενία της Πάρνηθας, το Miramare στην Ολυμπία… Όταν επέστρεψε στη Λάρισα, είχε τις «αποσκευές» του γεμάτες… Μετά την «Αναμπέλα» άνοιξε στην πλατεία Ταχυδρομείου το καφέ “Brazil” μέχρι την απόφαση της Δημοτικής Αρχής της πόλης να δημιουργήσει στην πλατεία το αμφιθέατρο μπροστά στο κτίριο της Ιατρικής Σχολής…
Εύη Μποτσαροπούλου
Ελάτε στην ομάδα μας στο viber για να ενημερώνεστε πρώτοι για τις σημαντικότερες ειδήσεις